Παρασκευή 26 Αυγούστου 2011

Λάθος συναγερμός




Έχω πολύ καιρό που δε σε θυμάμαι πια…

Όμως σήμερα το πρωί, με ξύπνησε το άρωμα από ανθισμένο αγιόκλημα  και ο ήχος από τα τραγούδια των πουλιών στο –λουσμένο από τον ήλιο- μπαλκόνι μου. Το σπίτι μου πλημμύρισε φως.
Κι έτσι, ξαφνικά, σε θυμήθηκα…

Μέσα σε όλη αυτή την ομορφιά, ένας οξύς πόνος διαπέρασε το στήθος μου.
Ένοιωσα το κορμί  μου να κατακρεουργείται στην υποψία του αγγίγματός σου.
Θαρρείς πως έγινα στόχος και κάποιος πέταξε επάνω μου δεκάδες μαχαίρια.
 
Το τρελό ταξίδι της σκέψης διεκόπη από τον διαπεραστικό ήχο του κουδουνιού.

Έτσι, χωρίς λόγο, λυσσασμένα σκυλιά άρχισαν να ουρλιάζουν στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Και μία απειλητική ελπίδα πως ξαναγύρισες…

Η καρδιά μου άρχισε να χορεύει σαν τρελή-θαρρείς σε αυγουστιάτικο πανηγύρι σε νησί. Από τα μάτια μου ξεπήδησαν ορμητικά οι σπίθες της ανήσυχης Αίτνας.
Κι έτσι, απλά, χωρίς λόγους, χωρίς αιτίες, χωρίς σκέψεις, η διάθεσή μου στολίστηκε με όλα τα χρώματα της Ίριδος. Σαν βασίλισσα τσιγγάνα σε αισθησιακό λίκνισμα.
Ξέχασα όλα τα «πρέπει» και όλα τα «μην».
Σε ελάχιστα δευτερόλεπτα γεννήθηκε στο πρόσωπό μου εκείνο το χαμόγελο…Θεέ μου , το είχα ξεχάσει εκείνο το χαμόγελο! Εκείνο, που έλεγες πως στάζει έρωτα και παγιδεύει τα όνειρά σου…
Ήσουν πάλι εδώ! Και ο αέρας μύρισε ευτυχία!

Φόρεσα βιαστικά ένα κόκκινο κραγιόν στα χείλη μου, για να σε υποδεχτώ με τα χρώματα του πάθους, κι έτρεξα στην πόρτα.
Δε ρώτησα τίποτε, παρά μόνο την άνοιξα με εκείνη τη γλυκιά προσμονή…

Τον είδα να στέκεται μπροστά μου, με ένα χαμόγελο σαν το δικό μου.
Μόνο που το δικό μου χαμόγελο τώρα είχε παγώσει.

Δεν ήσουν εσύ…

Με μια απότομη κίνηση πασάλειψα το κόκκινο κραγιόν στο πρόσωπό μου.
Κι έτσι, απλά, με έκλεισε στην αγκαλιά του…Μας έκλεισε…Εμένα κι εσένα…
Εσένα, που πάντα σε κουβαλάω μέσα μου.

Παρασκευή 19 Αυγούστου 2011

Στη γιορτή της ζωής



Παντού πράσινο.
Κατακλυσμός χρωμάτων. Πληθώρα αρωμάτων.
Απόηχος γέλιων.
Σημάδι από ψηλά…
Ομορφιά, Ηρεμία, Ένταση, Κινητικότητα.
Κομμάτια ελπίδας, σκορπισμένα στον αέρα, ταλαντεύονται γύρω μου.
Μοιάζουν με μικρές πυγολαμπίδες, που, μόλις κάνω να τις αγγίξω,
χάνονται στο γκρίζο φως μιας ηλιόλουστης μέρας.
Άνθρωποι χαρούμενοι, ντυμένοι με τη φλόγα του καλοκαιριού.
Στο πέρασμά τους αφήνουν μία αίσθηση ευτυχίας.
Χορεύουν γύρω μου.
Λικνίζονται στους ζωντανούς ρυθμούς μιας ευτυχισμένης ζωής.

Με εντοπίζω.
Βρίσκομαι στον πυρήνα αυτής της γιορτής.
Χαμένη.
Σαστισμένη.
Σαν από λάθος να με τοποθέτησαν εκεί.
Ένα διαμπερές λείψανο, αφιερωμένο στην ανυπαρξία του.
Ένα ανδρείκελο που κουνάει χέρια και πόδια για να κάνει αισθητή την παρουσία του.
Μάταια.
Όλοι είναι απορροφημένοι στο τρελό γαϊτανάκι της χαράς.
Εκπέμπω σήμα κινδύνου.
Δεν υπάρχει παραλήπτης.
Η φωνή μου χάνεται στους ήχους των πυροτεχνημάτων.
Ο λυγμός μου πνίγεται στις κραυγές χαράς.
Αισθάνομαι ότι σφίγγω με μανία την παλάμη μου στην προσπάθειά μου να την κρατήσω κλειστή.
Κάτι υπάρχει μέσα της.
Την κοιτάζω.
Έχω ξεχάσει τι έχω κλείσει εκεί. Δε θυμάμαι τι κρατάω.
Αναρωτιέμαι.
Ο κόσμος τρέχει γύρω μου. Δε με βλέπει.
Με σκουντάει. Περνά από μέσα μου.
Κοιτάζω πάλι την παλάμη μου. Ερμητικά κλειστή.
Ακόμη δεν έχω θυμηθεί.
Την ανοίγω.
Θέλω να δω τι κρύβω. Τι ελέγχω.
Μόλις που προλαβαίνω να διαπιστώσω ότι είναι η ζωή μου και έχει σχήμα καρδιάς ,
κάποιος πέφτει επάνω μου.
Τη χάνω. Πέφτει από τα χέρια μου.
Πανικοβάλλομαι.
Φωνάζω, μα δεν ακούγεται η φωνή μου.
Προσπαθώ να τη φτάσω. Δύσκολο.
Ο κόσμος εκστασιασμένος τρέχει, τη βλέπει, δεν τη βλέπει, την αγνοεί, την πατάει, την κλωτσάει, την παραμορφώνει.
Δεν τα παρατάω. Καταφέρνω να τη φτάσω.
Την παίρνω στα χέρια μου.
Νοιώθω την ταραχή της.
Τρέμει.
Την κλείνω στην παλάμη μου. Πιο απαλά αυτή τη φορά. Πιο σίγουρα.
Αναπνέει και πάλι.

Ξαφνικά διαπιστώνω ότι απέκτησα σάρκα και οστά.
Η φωνή μου παγώνει το πλήθος κι εγώ εξουσιάζομαι από τη μουσική της ζωής.
Αναστήθηκα!