Πέμπτη 5 Απριλίου 2012

Οι τοίχοι έχουν τη δική μας ιστορία



Η αλήθεια είναι-όπως σας έχω ξαναπεί-ότι η σχέση μου με τους τοίχους δεν είναι η αρίστη. Μου τη δίνει η προσπάθειά τους να με εγκλωβίσουν. Από μικρή θυμάμαι ότι προσπαθούσα να δραπετεύω από μέσα τους. Θυμάμαι τη μαμά μου να με ψάχνει στις γειτονιές.

Εν πάση περιπτώσει, τους τοίχους δεν τους μπορώ εκ των έσω. Εξωτερικά όμως συμπαθώ εκείνη την ιδιότητά τους να λειτουργούν σαν καμβάς ή σαν μια άγραφη κόλλα χαρτιού που περιμένει στωικά να φιλοξενήσει δυο λόγια, δυο απόψεις, μερικές εικόνες.

Λατρεύω εκείνα τα πολύχρωμα γκράφιτι που στολίζουν τους τοίχους των πόλεων. Τσιμέντο βουτηγμένο σε μια πανδαισία χρωμάτων που δίνει ανάσα στο-άλλοτε γκρίζο-βλέμμα. Respect στους καλλιτέχνες των τοίχων. Έχω κάτι γνωστούς από δαύτους και κάθε φορά κοιτάζω με θαυμασμό το χορό των χεριών τους, που αφήνουν πίσω τους κάτι σαν εμφυσήσεις που ολοκληρώνουν αυτό το ιδιόμορφο φιλί ζωής στο μουντό περιβάλλον.
Ξέρετε όμως-παρ’ ότι με το μαύρο κάνω κάτι αποφασιστικά βήματα προς την κατάθλιψη-αγαπώ το μαύρο που ξερνάει κάθε λογής λόγια και ιδέες στους βρώμικους τοίχους της πόλης κι έτσι μετατρέπονται-εν αγνοία τους-σε «τοίχους με άποψη».

Οι τοίχοι λοιπόν καμιά φορά φιλοξενούν κάτι λέξεις, που με κάνουν να στέκομαι-άλλοτε τυλιγμένη στο χειμωνιάτικο μπουφάν μου κι άλλοτε τη στιγμή που ο ήλιος με καρφώνει με τις καυτές του ακτίνες-και να χάνομαι στα νοήματα.

Θυμάμαι τις πρώτες μέρες στη Φιλοσοφική να περιμένω τον καθηγητή για το μάθημα «Αισθητική και Φιλοσοφία της Τέχνης». Το μάτι μου έπεσε σε κάτι λέξεις, δίπλα στην είσοδο της αίθουσας, αποτυπωμένες με μαύρο μαρκαδοράκι στο βαρετό τοίχο: «Δεν είμαι εγώ σπορά της τύχης/ο πλαστουργός της νιας ζωής/Εγώ είμαι τέκνο της ανάγκης/κι ώριμο τέκνο της οργής». Περισσότεροι διάβασαν Βάρναλη σε αυτόν τον τοίχο, παρά στις σελίδες των βιβλίων σκέφτομαι τώρα. Και δίπλα και παραδίπλα ένα σωρό λέξεις να μιλάνε για επανάσταση, για ελευθερία, για έρωτες, για σεξ.

Κάθε φορά που κατέβαινα το στενάκι της Νικηφόρου Φωκά, εκεί στην πίσω είσοδο του yard trip, συνήθιζα να χαζεύω τα μικρά συνθήματα που είχαν σκεπάσει τον τοίχο. Εκεί, μέσα στα πολλά είχα ανακαλύψει και κάτι στίχους του Καρυωτάκη «Κι ήμουν στο σκοτάδι/Κι ήμουν το σκοτάδι/Και με είδε μια αχτίδα». Δεδομένης της λατρείας μου για τον ποιητή, λάτρεψα και τον τοίχο, που κάπου παραδίπλα κάποιος δήλωνε το γνωστό «Αναγνώρισα την ευτυχία από το θόρυβο που έκανε φεύγοντας». Και σκέφτομαι τώρα, πόσο χαζοί μπορεί να είναι οι άνθρωποι, που θεωρούν τα όμορφα της ζωής τους δεδομένα και αδιαφορούν γι’ αυτά, και πως η στιγμή που το «δεδομένο» κουράζεται και παίρνει την απόφαση να φύγει, τους ξυπνάει από μία αδράνεια απέναντί του, αλλά συνήθως τότε η πόρτα έχει κλείσει και πλέον φυτρώνει άλλος ένας υποτιθέμενα πληγωμένος από τη ζωή.

Κάπου στο Κολωνάκι(τι παράξενο και αυτό, που το Κολωνάκι γειτνιάζει με τα Εξάρχεια), αρχές της οικονομικής κρίσης, διάβασα σε έναν τοίχο το σύνθημα που για κάποιο λόγο το βρήκα πολύ καλό και μου είχε κολλήσει για αρκετό καιρό: «Χαλαρώστε τρέντηδες και πιείτε το ποτό σας, λίγο πιο κάτω καίγεται το αυτοκίνητό σας».

Από την άλλη, το γνωστό σε όλους «Η βία δεν είναι λύση. Όμως η Λία είναι Βίσση» το έχω βρει γραμμένο παντού. Ακόμη και στον τοίχο φίλου στο facebook.

Ο δε αγαπημένος σε μένα Ντίνος Χριστιανόπουλος με το «Τα πρόβατα απήργησαν, ζητούν καλύτερες συνθήκες σφαγής» ξεφυτρώνει από πάμπολλα στενά και τοίχους αυτής της χώρας, για να μας θυμίσει ότι συμβιβαζόμαστε με αυτά που μας επιβάλλουν. Νομίζουμε ότι επαναστατούμε και ότι αντιστεκόμαστε, αλλά στην πραγματικότητα παίζουμε το παιχνίδι με τους δικούς τους όρους.

Και φυσικά μηνύματα έρωτα, αποχαιρετισμοί φαντάρων συνοδευόμενοι από τη σειρά κατάταξής τους( αν τον αποδίδω καλά εκείνο τον αριθμό δίπλα στο Μεγάλο Πεύκο, που βλέπω γραμμένο από εδώ και από εκεί), οπαδοί ομάδων να αλληλοβρίζονται, αθλητικοί παράγοντες που τους σέρνουν τα εξ’ αμάξης(κάποτε είχα δει στον τοίχο του Καυταντζογλείου, να βρίζουν τη μάνα του τότε προέδρου της ομάδας και καθότι ο τύπος είναι από το χωριό μου, την συμπόνεσα την έρμη την κυρία, παρ’ ότι δεν της τρέφω και καμιά ιδιαίτερη συμπάθεια).

Έτσι ή αλλιώς, είναι τρόπος έκφρασης τα μηνύματα στους τοίχους. Και σκέφτομαι πως είναι τόσο περίεργο που δεν μπορούμε να βλέπουμε ζευγάρια ματιών και να τους απευθυνόμαστε, ενώ μπορούμε τόσο εύκολα να τα λέμε σε ένα γενικό πλαίσιο, στην απάθεια ενός τοίχου, έτσι για να βγαίνουν από μέσα μας. Αλλά πραγματικά μήπως θα ήταν καλύτερο να μιλάμε σε έμψυχα όντα απ’ το να καταλήγουμε μέσω Λαρίσης στο επιθυμητό; 
Λέω εγώ τώρα…

Όπως και να έχει οι γραμμένοι τοίχοι είναι από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία των καιρών. Ο παλμός του κόσμου αναβιώνει στους τοίχους με ένα είδος μελάνης κι εγώ αγαπώ να τον παρακολουθώ. Εσείς;

Σσ. Τώρα που το σκέφτομαι, αν έγραφα κάτι σε έναν τοίχο, θα ήταν κάτι λόγια του Γιάννη Αγγελάκα: «Να παραιτηθούν οι νεκροί από το δικαίωμα για ζωή». Και όπου νεκροί, μην βάζετε απαραίτητα όσους εγκατέλειψαν το μάταιο τούτο κόσμο, αλλά όσους ανήκουν στο παρελθόν μας και παρ’ όλα αυτά κρατάνε δέσμιο το παρόν μας.