Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012

Όλα για το καροτάκι γίνονται


Αγαπητοί μου ηλεκτρονικοαναγνώστες, *
*(κατά εκείνο το εφηβικό «αγαπητό μου ημερολόγιο». Εδώ θέλω να σημειώσω πως 
προσωπικά-κουλή ως συνήθως-δεν έβρισκα κανένα λόγο να κρατάω ημερολόγιο.)
Τις τελευταίες μέρες, που ο φυσιολογικός κόσμος στολίζει δέντρα, ανάβει λαμπάκια και 
χουχουλιάζει σ'ένα ζεστό σπιτάκι, εγώ κατοικώ σ'ένα χάος από κούτες.Χαρτοκιβώτια από 
γαριδάκια, από απορρυπαντικά πλυντηρίου, από αλλαντικά και χαρτοπετσέτες και ό,τι άλλο 
βάζει ο σατανικός νους ενός καταναλωτή βρίσκονται διασκορπισμένα στο άλλοτε 
συμμαζεμένο μου σπιτάκι.Νοιώθω σαν άλογο σε αγώνες ιππασίας.Πρέπει να υπερπηδήσω 
επιτυχώς τα εμπόδια, για να φτιάξω έναν καφέ στην κουζίνα.

Περιττό να σας πω ότι έτσι όπως βλέπω το σπίτι, θέλω να κάτσω στο κέντρο του με τα χέρια 
σταυρωμένα-σαν πεισματάρικο παιδί- και να αρχίσω την γκρίνια. Όμως μετά από ώριμη 
σκέψη καταλήγω πως αυτός δεν είναι τρόπος χαλάρωσης για έναν ενήλικα, κι έτσι ανοίγω το 
παιχνιδάκι στον υπολογιστή, που τόσες μέρες με ταλαιπωρεί και το ταλαιπωρώ. Έχω φτάσει 
ήδη στην 6η πίστα και προβληματίζομαι: Τελικά παίζω όταν κάνω διάλειμμα από το μάζεμα 
του σπιτιού ή μήπως μαζεύω το σπίτι, όταν κάνω διάλειμμα από το παιχνιδάκι μου;

Τα πάντα στο βωμό της νέκρωσης του μυαλού.Δύσκολη υπόθεση να αφήνεις το επί 7 χρόνια 
σπιτάκι σου.Δύσκολο να αφήνεις την πόλη σου και οι δικοί σου να μην είναι ένα αστικό 
δρομολόγιο μακριά.Όπως είπα σήμερα σε κάποιον, δεν είμαι παιδί του εξωτερικού εγώ.Όλα 
εδώ τα θέλω. Τριγύρω. Να πηγαίνω στο φούρνο και να μιλάω ελληνικά. Να κάνω τσουπ και 
να χορταίνω τις μικρές μου αγκαλιές και τα παιδικά τους γέλια.

Ξέρετε όμως, όλα για κάποιο λόγο γίνονται. Κι ο δικός μου λόγος βρίσκεται λιγάκι πιο 
βόρεια.Για χάρη του καταπίνω τους φόβους και την παγωμάρα που με πιάνει μπροστά σε νέα 
ξεκινήματα και ετοιμάζομαι να φορέσω ένα μακρύ κασκόλ και να πιω Glühwein στη 
χριστουγεννιάτικη αγορά.Έτσι κι αλλιώς-κατόπιν ενδελεχούς σκέψεως-κατέληξα ότι οι φόβοι 
είναι περίεργο πράγμα και αν δεν τους καταπιείς εσύ,θα σε καταπιούν σίγουρα εκείνοι.Έτσι 
κι εγώ δεν αφήνομαι βορά στις ύπουλες σκέψεις τους, που πιπιλίζουν την καθημερινότητά 
μας.Εξάλλου τα Χριστούγεννα λένε πως είναι γιορτή αγάπης κι εγώ σαν τέτοια θέλω να τη 
γιορτάσω, και αυτό την κάνει ιδανικό ξεκίνημα για νέα αρχή.

Και μην ακούσω πως τα Χριστούγεννα δεν είναι γιορτή για ενήλικες και άλλα τέτοια χαζά. 
Τα Χριστούγεννα είναι γιορτή γεμάτη χρώματα και φως. Είναι γιορτή που με έναν περίεργο 
τρόπο σε κάνει να θέλεις να χουχουλιάζεις με αγαπημένους(οκ μετά μπορεί να βγεις, να πιεις 
και να τα κάνεις όλα «που...» -ουπς λίμπα ήθελα να πω), είναι γιορτή που με το «έτσι θέλω» 
σε προτρέπει να επιθυμείς χαμόγελα.Είναι γιορτή για όσους δεν έχουν παραδοθεί στη μιζέρια 
των καιρών. Εντέλει είναι γιορτή για όσους δεν σκότωσαν το παιδί που κατοικεί μέσα τους 
και αντ' αυτού το ταΐζουν σοκολάτες και ζαχαρωτά.

Προσωπικά το δικό μου παιδάκι φροντίζω να το κρατάω πάντα εκεί, εξοπλισμένο με την 
αθωότητα που του πρέπει και κάθε καλή διάθεση, για να χαμογελάσει. Το δικό μου παιδί 
περιμένει κάθε τέτοιες μέρες το δώρο του κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, μέσα στην 
χριστουγεννιάτικη μπότα, μέσα σε δυο μάτια, μέσα σε μια αγκαλιά ή όπου αλλού βολεύει τον 
αγαπητό Άγιο των ημερών.

Να, κάτι τέτοια σκέφτομαι και το μάζεμα γίνεται παιχνιδάκι.Το καροτάκι στο τέλος της 
διαδρομής αξίζει το τρέξιμο.

http://www.kristiboni.gr/index.php/2011-05-19-10-39-05/2011-05-19-14-23-09/680-ola-ginontai-gia-to-karotaki

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2012

Απόψε στον ύπνο μου





Απόψε στον ύπνο μου άκουσα βήματα.
Βαριά βήματα. Σίγουρα. Απειλητικά.
Εισβολή στο μισό μέτρο.
Στο δικό μου μισό μέτρο.
Ένας κόμπος στο λαιμό.
Ένα γνώριμο γέλιο.
Παγώνει το αίμα.
Φόβος.Φόβος για το γνωστό.
Μια σκιά μ'ακουμπά.
Νοιώθω τις ανάσες να τελειώνουν.
Δυο χείλη πάνω στα δικά μου.
Να μου δώσουν ζωή.
Απόψε στον ύπνο μου, με είδα να τρέχω.
Να θέλω να ξεφύγω.
Δυο διάφανα χέρια με καθήλωσαν εκεί.
Στις σβησμένες ανάσες.

Τα δικά σου χέρια.

Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2012

Πάλι εδώ





Μακρά απουσία, το ξέρω.
Απουσία από τη στήλη, απουσία από την πόλη, απουσία από τη χώρα.

Επέστρεψα πριν ένα μήνα και προσπαθώ να βάλω σε τάξη εκκρεμότητες, υποχρεώσεις, σκέψεις.
Αλλά τα γεγονότα με προλαβαίνουν διαρκώς, όπως λένε και τα δελτία των 8.

Έφυγα-που λέτε-ένα ζεστό πρωί του Σεπτέμβρη από την καλοκαιρινή ακόμη Ελλάδα και προσεδαφίστηκα όπως όπως στο κρύο Βέλγιο με προορισμό τα βόρεια της Γαλλίας. Όχι, μη βιαστείτε να με μακαρίσετε. Δεν απελάμβανα τον τίτλο της τουρίστριας. Δε φόρεσα ένα μεγάλο καπέλο και δεν ντύθηκα τη γαλλική φινέτσα-όπως ίσως σκιαγραφείται η εικόνα στο μυαλό σας.

Τουναντίον. Πήρα μαζί μου μερικά ρούχα, που έτσι κι αλλιώς δε με ένοιαζε η ύπαρξή τους και έγραψα πάνω στο διαβατήριο της σκέψης μου “ευκαιριακός οικονομικός μετανάστης”.Ναι, καλά διαβάσατε. Πήγα στη Γαλλία για δουλειά. Ένα δεκαήμερο δουλειάς στον τρύγο, υποτίθεται ότι θα μας εξασφάλιζε ικανοποιητικά κέρδη, δουλεύοντας υπό καθεστώς ομάδας. Η λέξη “καθεστώς” προσωπικά με πιέζει και για κάποιο λόγο δε χρήζει του απόλυτου σεβασμού μου, αλλά και για τις ομάδες αλλιώς τα διδάχτηκα εγώ στην παιδαγωγική μου πορεία. Τέλος πάντων.

Η αλήθεια είναι πως οι εργασιακές σχέσεις που γεύτηκα στη Γαλλία δεν ήταν και τόσο “ευρωπαϊκές”. Τα δε πράγματα στην ομάδα εργασίας, μάλλον θα προκαλούσαν την ένσταση εκείνου του έρμου του Αριστείδη του Δίκαιου. ΄Άνιση δουλειά μοιρασμένη σε ίσα κέρδη. Ένας συρφετός από κουλές καταστάσεις, που αν υπήρχε πνεύμα συνεννόησης, μάλλον θα με έκαναν να γελάω. Τώρα, όσοι από εσάς θεωρείτε τη σαμπάνια κάτι σαν το νέκταρ των θνητών και τις παντός τύπου καταχρήσεις ελκυστικές, μάλλον θα συνεχίζετε να μακαρίζετε την τύχη μου. Εγώ από την άλλη, θέτε γιατί είμαι στρυφνή, θέτε γιατί απλά δε γουστάρω τη γαλλική κουζίνα, θέτε γιατί με θυμάμαι εν Ελλάδι να με πιέζουν για να πιω ένα ποτηράκι Moët κι εγώ να κάνω το “βαρύ πεπόνι”, πάντως μετά από τον 3ο φελλό σαμπάνιας που έσκασε, έβλεπα το αφρίζον ποτό και ήθελα να ξεράσω (με το συμπάθιο κιόλας).

Λεπτομέρειες γι' αυτή την εμπειρία δε θα σας πω, μιας και τα 'πα ουκ ολίγες φορές από τη μέρα της επιστροφής μου. Κι επίσης δεν είναι η ώρα τώρα για αναπόληση συγχύσεων. Μπορώ όμως να σας διαβεβαιώσω πως η συνέχεια του ταξιδιού με ένα σάκο στην πλάτη, έσβησε για μένα την κατήφεια  των προηγούμενων ημερών κι επίσης μου επέστρεψε τα 3-4 κιλά που χάθηκαν κάπου μεταξύ γαλλικής διατροφικής νοοτροπίας και αμπελιού. Και ακούω το αγγελάκι του νου μου – ω Θεέ μου χάλασε κι αυτό! Πώς εκφράζεται έτσι; - να λέει: Ποιος τα χέζει τα κιλά μπροστά σε εκείνο το τεράστιο άγγιγμα στο παγκάκι του σταθμού των Βρυξελλών;

Ξέρετε, οι άνθρωποι είμαστε περίεργα όντα. Άλλες φορές μπορούμε να σβήσουμε σε δευτερόλεπτα χαράς και ευτυχίας, λύπες και πόνους χρόνων. Και άλλοτε μπορούμε να πνίξουμε σε ολιγόλεπτους καβγάδες και σε στιγμιαία άσχημες καταστάσεις, αγάπες και ευτυχίες σημαντικές. Εγώ που αυθόρμητα επιλέγω το πρώτο, μάλλον κινδυνεύω να χαρακτηριστώ αφελής ή έστω ρομαντική(με την αρνητική όμως εκείνη έννοια που πλέον αποδίδουν στη λέξη). Ε και; θα σας απαντήσω. Μέσα σε αυτό το μουντό περιβάλλον που πλέον καταπίνει αργά και βασανιστικά τη χώρα κι εμάς- όπως ένας Πύθωνας καταπίνει ένα πρόβατο – προτιμώ να βγάλω εκείνες τις μπογιές που πήρα για τα μαθήματα ζωγραφικής στο kristiboni και να αρχίσω να τα εκσφενδονίζω σε ό,τι μαύρο και αρνητικό περιφέρεται γύρω μου, κολλάει επάνω μου και απαιτεί να μου αλλάξει τη χαρά της ζωής και το μπιριμπόγκολο μυαλό μου.

σσ.
Συμβαίνουν πολλά αυτό τον καιρό. Γύρω μας, δίπλα μας, μέσα μας. Ελπίζω να έρθει η στιγμή που θα σας τα εξιστορήσω ή θα σας τα σχολιάσω με ένα τεράστιο χαμόγελο, πίνοντας ένα ποτήρι Glühwein, τρώγοντας ένα Berliner και σουλατσάροντας σε χριστουγεννιάτικες αγορές. Για έναν περίεργο λόγο, θα φοράω σώνει και ντε ένα μακρύ κασκόλ(χρώμα δεν έχω επιλέξει ακόμη, αλλά σίγουρα δε θα ταιριάζει με την έλλειψη χρωμάτων που βίαια προσπαθούν να μας επιβάλλουν οι νικητές και οι ηττημένοι των εκλογικών αναμετρήσεων). Και μουσική. Σε παρόμοια κάδρα η μουσική που πετάω είναι κάτι τέτοιο. Και όσοι τυχόν έχετε παρόμοιες εικόνες και εμπειρίες, σίγουρα θα με καταλάβετε.

Σας κλείνω συνωμοτικά το μάτι.

Εδώ: http://www.kristiboni.gr/index.php/2011-05-19-10-39-05/2011-05-19-14-23-09/672-pali-edw

Τετάρτη 29 Αυγούστου 2012

Δεν κηρύσσω τη λήξη του καλοκαιριού


Βλέπω την κενή σελίδα μπροστά μου και παθαίνω πανικό.

Ένα εκατομμύριο σκέψεις και τίποτε δεν μπορεί να αποτυπωθεί με χαρακτήρες. Άπειρες εικόνες κατακλύζουν το μυαλό μου, αλλά χαμόγελα πουθενά.

Σας έχω μιλήσει κι άλλη φορά για την ιδιαίτερη αγάπη - που φροντίζω σαν νεογέννητο μωρό - για το καλοκαίρι. Φέτος άφησα το μωρό ατάιστο και με τις ίδιες πάνες, πέρα από κάτι υποχρεωτικές περιποιήσεις, όταν ήρθαν καλεσμένοι. Και τώρα που το καλοκαίρι εκπνέει, στέκομαι πάνω από την κούνια του και χαζεύω τις βαριές του ανάσες.

Είναι ώρες που σκέφτομαι ότι δεν μπορείς να φέρεις τις καταστάσεις και τους ανθρώπους ντε και καλά στα μέτρα σου, άλλα από την άλλη εκείνα τα στενά φορέματα που μου επιβάλλουν για να συνεχίσω, μου κόβουν την ανάσα. Δεν έχω οξυγόνο. Συγκεκριμένα δεν έχω θάλασσα και δεν έχω ήλιο. Και - πιστέψτε με - αυτό για ένα παιδί του καλοκαιριού είναι απόπειρα δολοφονίας.

Σήμερα κοιμήθηκα ελάχιστα και μέσα σε ένα σωρό μπερδεμένα και τρομακτικά όνειρα, θυμάμαι μια θάλασσα κι ένα μαντήλι στο κεφάλι. Μια σακούλα με νεκταρίνια κι ένα σάκο. Να φύγω θέλω.

Όχι, δεν είναι τάσεις φυγής που ξύπνησαν παρά τα νανουρίσματά μου. Είναι ένα όνειρο με χαμόγελα, χωρίς μολύβι στα μάτια, με ένα σορτσάκι ξεσκισμένο, ένα μπουκαλάκι κρασί ή μια Μαλαματίνα μοιρασμένη στα δύο (τα χρήματα στο μέτρημα δεν περίσσευαν για το μοχίτο, αλλά όταν γυρίσουμε υπόσχομαι να βάλω το δυόσμο στη σούπα που φτιάχνω για τους λίγους). Ένα καράβι να ταξιδεύει δίπλα σε δελφίνια, κάπου στις Κυκλάδες. Τα μαλλιά να μου χτυπάνε το πρόσωπο από τους αέρηδες του Αυγούστου. Τα χαρτιά της τράπουλας να σκορπίζονται τριγύρω.Και το πιο εντυπωσιακό από όλα...Εγώ να μη νευριάζω με το σύμπαν και τα φυσικά φαινόμενα. Ούτε με τους ανθρώπους. Ηρεμία. Αυτή την ηρεμία που πάντα συναντάω, όταν το μάτι μου βλέπει μπλε.

Δύσκολο καλοκαίρι το φετινό. Γι'αυτό δε σας έγραψα.

Σήμερα όμως σηκώθηκα από το κρεβάτι και σκέφτηκα ότι είναι ακόμη Αύγουστος και είναι ο μήνας μου. Ότι το καλοκαίρι δεν έχει τελειώσει ακόμη και ότι θα τελειώσει, όταν το πω εγώ. Δηλαδή ο Jacques Rogge τι παραπάνω έχει που κηρύσσει ενάρξεις και λήξεις κάθε τόσο; Και στην τελική εγώ δεν έχω καν να μαζέψω χιλιάδες κόσμου για να παραστούν στο πάρτι μου. Ούτε χρειάζομαι εκατομμύρια ευρώ για έξοδα οργάνωσης. Ένα σακίδιο, αγαπημένα μάτια, ανθρώπους που γελάνε με τις μπούρδες μου και που γελάω και εγώ με τις δικές τους και το κινητάκι μου, απλά για να ακούω τις πλέον υπέροχες παιδικές φωνές να μαλώνουν ποιος θα μου πρωτομιλήσει, και μερικά ευρώ για την επιβίωση.

Και έτσι, κλείνοντας αναρωτιέμαι:

Πώς γίνεται πάντα να κάνουμε τα πιο απλά πράγματα να φαίνονται βουνό και τα πιο χαρούμενα να τα μπολιάζουμε με πόνο, λες και η χαρά θα μας κάτσει στο λαιμό;

Φτύστε λοιπόν κι εσείς ό,τι σας πικραίνει!

http://www.kristiboni.gr/index.php/2011-05-19-10-39-05/2011-05-19-14-23-09/646-den-kirisw-ti-lixi-tou-kalokairiou






Τρίτη 5 Ιουνίου 2012

Η σωτηρία της ψυχής



Κι εκεί που το νευρικό σου σύστημα-το ήδη διαταραγμένο-κοντεύει να εκραγεί, απαντάς σε ένα τηλεφώνημα και μια ήρεμη φωνή ταράζει τις ισορροπίες αυτής της εμπόλεμης κατάστασης. Λόγος με ροή και υπομονή-υπομονή! Άλλο πάλι κι αυτό!-που είναι απόρροια της έννοιας «ακούω-αφουγκράζομαι», επιχειρήματα και παράθεση πραγματικών γεγονότων και καταστάσεων, που ναι, τις ξέρεις, αλλά το μυαλό σου θολωμένο, αρνείται να τις δει και να τις επεξεργαστεί από μόνο του. Τελικά, για κάποιους ανθρώπους πρέπει να λες ευχαριστώ που υπάρχουν στη ζωή σου. Όπως υπάρχουν, για όσο υπάρχουν.

Και μιας και τα λέμε, πρέπει να παραδεχτώ για άλλη μια φορά πως δεν είμαι ο πιο ήρεμος άνθρωπος που πέρασε ποτέ από αυτό το κομμάτι γης. Νομίζω ότι τη στιγμή της γέννησής μου  η νοσοκόμα δεν είπε στη μαμά μου «είναι κορίτσι!», αλλά «μην το πολυενοχλείτε, γεννήθηκε με νεύρα!» Και για εσάς που διαβάζετε τις έρευνες που κυκλοφορούν, είμαι η ζωντανή διάψευση πως ο θηλασμός δημιουργεί απαραίτητα ήρεμους ανθρώπους.

Και διερωτώμαι: όταν το υποκείμενο που έχεις απέναντί σου λειτουργεί σαν μαινόμενος ταύρος σε συγκεκριμένες συμπεριφορές, εσύ τι κάνεις; α) τις αποφεύγεις(γιατί πάντα υπάρχει ο τρόπος να τις αποφύγεις), β) τις ενισχύεις, γ) αδιαφορείς. Η ερώτηση είναι κομματάκι παγίδα.

Προφανώς πολλοί από εσάς θα απαντήσετε το γ) μιας και δεν είναι δυνατόν να καθορίζουμε τις συμπεριφορές μας με βάση τους άλλους. Από την άλλη να σας υπενθυμίσω ότι δε ζούμε ασκητές στην κορυφή ενός λόφου, αλλά συναναστρεφόμαστε άλλους ανθρώπους, κοινώς ζούμε σε μια κοινωνία. Συμβατικό ή όχι το πόρισμα, είναι η αλήθεια.

Δεν τα λέω μόνο σε εσάς αυτά, αλλά και σε μένα μαζί,  γιατί σίγουρα κάποιες φορές λειτουργώ κι εγώ έτσι, αλλά το βέβαιο είναι πως μετά από την εξέλιξη της κατάστασης, κάνω τους απολογισμούς μου, για να ψάξω τα στραβά μου και με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, προσπαθώ να επανορθώσω. Δεν ξέρω για εσάς, αλλά για μένα αυτή η διαδικασία είναι εξαιρετικά επώδυνη, γιατί ένας άνθρωπος βαφτισμένος στον εγωισμό είναι απίστευτα δύσκολο να ψάχνει για δικά του λάθη. Παρ’ όλα αυτά αφού τελειώσει αυτή η διαδικασία, το θυμικό μου αισθάνεται ξαναγεννημένο και απόλυτα ικανοποιημένο. Έτσι η ψυχή που παρομοιάζεται με άρμα συρόμενο από δύο φτερωτά άλογα-το θυμικό και το επιθυμητικό-και έναν ηνίοχο-το λογιστικό μέρος-, τραβάει με μεγαλύτερη ηρεμία το δρόμο της. Αυτό βέβαια ισχύει αν έχεις συνειδητοποιήσει ότι είσαι μέρος ενός συνόλου. Από την άλλη και αυτό μου πήρε άπειρο χρόνο, ώστε να αρχίσω να το αποδέχομαι, γιατί με έναν λανθάνοντα τρόπο αποποιούμουν το ότι αποτελώ μέρος ενός συνόλου, καθώς μπέρδευα αυτή την έννοια με την ξεχωριστή φύση που αισθάνομαι ότι έχω. Αλλά-πιστέψτε με-μετά από ενόραση κατέληξα πως το ένα δεν αποκλείει το άλλο. Πλέον αισθάνομαι ότι η μαγκιά είναι να είσαι ξεχωριστός ενώ προσπαθείς να εναρμονιστείς με τα περιβάλλοντα διατηρώντας τον εαυτό σου.

Και θα μου πείτε… «τι ψυχολογικό-φιλοσοφικός οίστρος είναι αυτός που σε έπιασε εν μέσω τριημέρου, που οι λοιποί φυσιολογικοί άνθρωποι έχουν πάρει τα βουνά και τις παραλίες, για να χαλαρώσουν ή να τσιτωθούν;» Σε αυτή την ερώτηση-απορία προτιμώ να πάω πάσο, γιατί οκ, προσπαθώ να ελέγχω τα νεύρα μου, αλλά μη με τσιγκλάτε και εσείς παραπάνω.

Σας χαιρετώ με μερικές νότες και κάτι λόγια

Δείτε το και εδώ



Τρίτη 8 Μαΐου 2012

Ο Αρτέμης Μάτσας κλωνοποιήθηκε



Κυριακή εκλογών

…εκεί, στα έξω τραπεζάκια του καφενείου της οικογένειας, άκουσα τα μικρά να τραγουδάνε πως «ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία…ήταν μια λέξη μοναχά ελευθερία…». Χαμογέλασα περήφανη, μιας κι εγώ τα μύησα στους ήχους του Λοΐζου πριν από καιρό. Θέλω να καταλάβουν και να σεβαστούν την έννοια της ελευθερίας-κάπως έτσι τη διδαχτήκαμε κι εγώ και η μαμά τους στην οικογένεια, μέσα από μελωδίες, στίχους και ρητορικά ερωτήματα. Τα μικράκια μας έχουν δικαίωμα να συστηθούν με τέτοιες έννοιες ,αλλά και με τα όριά τους. «Η ελευθερία μας σταματάει εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου». Κάπως έτσι δεν το έλεγε ο Βολταίρος; Μόνο που τα μικράκια μας είναι νωρίς ακόμη να συστηθούν με πρόσωπα. Οι έννοιες προέχουν. Οι έννοιες εκείνες που μπορούν να προάγουν το πνεύμα. Οι έννοιες εκείνες που σε 3 δεκαετίες θα τραγουδάνε-ελπίζω- στα δικά τους μικράκια.

Το βράδυ της Κυριακής τρόμαξα!

Τι εννοείτε 21 Χρυσαυγίτες στη Βουλή; Είστε σίγουροι για αυτό το σχεδόν 7%; Μήπως με πήρε ο ύπνος στον καναπέ και βρίσκομαι εν μέσω εφιάλτη; Σκέφτηκα το μικρούλη μου κατάμαυρο από τον καλοκαιρινό ήλιο και τρόμαξα που δε συνάδει με τα πρότυπα της άριας φυλής. Τρόμαξα που του μαθαίνουμε για την ισότητα των ανθρώπων. Τρόμαξα που του μαθαίνω εκείνο το σύνθημα : «Τα σύνορα είναι χαρακιές στο σώμα του πλανήτη».  Τρόμαξα που του λέω να κάνει παρέα στο κοριτσάκι που ήρθε από την Αλβανία φέτος το χειμώνα. Τρόμαξα που του τραγουδάμε την αγάπη και που του μαθαίνουμε να ζωγραφίζει με χρώματα. Τρόμαξα που θα κυκλοφορεί στους ίδιους δρόμους με αυτό το 7% που συνδέει στα συνθήματά του το αίμα με την τιμή. Στους ίδιους δρόμους με εκείνους που δεν έμαθαν να λένε «γεια χαρά», αλλά να σηκώνουν το χέρι τους σε έναν χαιρετισμό που προσωπικά με κάνει να ανατριχιάζω.

Όχι, δε μου φαίνεται αστείο αυτό. Ούτε καν κακόγουστο. Δε μου φαίνεται ασήμαντο και αναμενόμενο και δεν μπορώ να το δεχτώ , γιατί θυμάμαι-την πενταετία που έζησα σαν παιδί στη Γερμανία-την αδερφή μου να γυρνάει από το σχολείο κλαίγοντας, γιατί μεγαλύτερα  παιδιά του σχολείου, την έσπασαν στο ξύλο, μιας και δεν ταίριαζε ούτε εκείνη με τα πρότυπα της δικής τους άριας φυλής.

Κι έτσι ο τρόμος γίνεται θυμός. Κι έτσι σου λέω πως δε με ενοχλούν οι μετανάστες που παίρνουν τις δουλειές, που δε θα έκανες ποτέ εσύ φουσκωτέ κακομαθημένε ακροδεξιέ, αλλά με ενοχλείς εσύ. Εσύ, που δεν έχεις το στοιχειώδη νου να καταλάβεις πως ασπάζεσαι μία θεωρία που ξεκίνησε πολεμώντας ακόμη κι εσένα. Εσένα που κατά τύχη επιβίωσαν οι πρόγονοί σου της κατοχής κι έτσι γεννήθηκες. Εκτός κι αν ο παππούς σου λεγόταν Αρτέμης και δεν τέθηκε ποτέ θέμα αντίστασης, παρά μόνο η υποδούλωση είναι στο αίμα σου και τώρα ο κομπλεξικισμός σου σε οδηγεί με κάθε τρόπο να αποβάλεις τα σημάδια της.

Στην Ελλάδα της δημοκρατίας δεν έχουμε ακόμη διδαχθεί την έννοια της δημοκρατίας και-με όλα τα δικαιώματα που οι αρχές της μας παρέχουν-εσείς επιμένετε να τη στρέφετε εναντίον του ανθρώπου. Κύριοι του 7% , υπερασπίζεστε με το αίμα-όχι το δικό σας, αλλά των άλλων(άλλο πάλι κι αυτό)-την έννοια της Ελλάδας, που περικλείει δεκάδες έννοιες τις οποίες ποτέ δεν έχετε κατανοήσει. Την υπερασπίζεστε με μέσα που ποτέ δεν ταίριαζαν με τη φιλοσοφία της Ελλάδας. Και το αστείο είναι ότι πείθεστε σε ανθρώπους τραμπούκους που απαιτούν σεβασμό, αλλά δεν ξέρουν να τον κερδίζουν. Για ποια Ελλάδα λοιπόν αγωνίζεστε; Για μια Ελλάδα που ποτέ δεν έχετε κατανοήσει;
Η χώρα δεν πάει καλά. Έτσι δεν είναι; Ζω για τη στιγμή που κάποιοι από εσάς θα βγουν εκτός συνόρων αναζητώντας δουλειά και ελπίζω εκεί να πέσετε επάνω στο δικό τους 7%, γιατί-πιστέψτε με-εκεί θα είστε εσείς οι ανεπιθύμητοι. Κάντε δοκιμές από τώρα, για το αν το μπλε του μώλωπα ταιριάζει και στο δικό σας πρόσωπο. Και όχι, ούτε αυτό είναι αστείο.

Δευτέρα πρωί

…γέλασα. Δηλώσεις για την ανοδική πορεία του «κόμματος». Όψη και λόγος που σε ένα νοήμονα θα έπρεπε να εγείρει ερωτηματικά. Μα πραγματικά πόσο απαίδευτος και πρόβατο πρέπει να είσαι Έλληνα, ώστε να συνασπιστείς με τον οποιονδήποτε τρόπο με το συγκεκριμένο πρόσωπο; Κι εδώ σκέφτομαι ότι σίγουρα η ανατροφή των παιδιών που μεγαλώνουν σε αυτή τη χώρα έχει κενά…
Εν κατακλείδι

Δεν ξέρω και δε θέλω να ξέρω τι άλλο σκέφτεται αυτό το 7%, πέρα από την προειδοποίηση-απειλή «Τρέμετε. Ερχόμαστε!», αλλά ευτυχώς ξέρω πως το 100% των νοημόνων ανθρώπων αυτής της χώρας λέει:  

«Η δική μας Ελλάδα δεν είναι στρατόπεδο με ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα, αλλά ένα σταυροδρόμι με λίγο παραπάνω μπλε στη σφαίρα του πλανήτη. Αλλά αν στ’ αλήθεια μας περισσεύει σύρμα και πρέπει να στήσουμε συρματοπλέγματα, θα ήταν πιο σοφό να κλείσουμε μέσα εκείνους τους 440.000 της εκλογικής διαδικασίας, σημειώνοντας με κόκκινο κραγιόν(έτσι για να έχει χρώμα) στο κούτελό τους, των αριθμό των σκοτωμένων Ελλήνων(γιατί υποτίθεται ότι μόνο αυτοί τους συγκινούν) από τις ιδέες των εμπνευστών του Ναζισμού».

Καλά μυαλά!


Τετάρτη 2 Μαΐου 2012

Θέλω τον έλεγχο





Αν η παραγωγή ιδεών (παντός τύπου) από μόνη της αποτελούσε αντικείμενο εργασίας, σας διαβεβαιώνω ότι θα ήμουν από τους μάστερ του είδους.
 Δυστυχώς όμως υπάρχει και το στάδιο της πραγμάτωσης των ιδεών που είθισται να ακολουθεί. Ομολογουμένως σε αυτό δεν τα πάω και πολύ καλά. Σπαταλάω όλη την ενέργειά μου στη σύλληψη και ανάλυση της ιδέας μέσα στο κεφάλι μου,-τη ζω ένα πράγμα-γίνομαι δέκτης των συνεπειών της και τελικά-ευχαριστημένη ή απογοητευμένη από την εξέλιξη-δυσκολεύομαι να προχωρήσω στο επόμενο στάδιο, γιατί η πλασματική βίωση της ιδέας μου με έχει ήδη εξοντώσει. Είναι κι εκείνο το γνωστό που βαριέμαι εύκολα, και άρα αφού το έχω ζήσει έστω και νοερά, βαριέμαι να μπω και στην πραγματική διαδικασία. Τι σας λέω τώρα… Το θέμα είναι ότι-πάνω κάτω-αυτό είναι ένα από τα χαρακτηριστικά του κλασικού Έλληνα: από ιδέες «να φάνε και οι κότες»-όπως λέει και ο σοφός λαός-αλλά στο παραπέρα, τζίφος.

Κάπως έτσι βλέπω και αυτή την προεκλογική περίοδο. Λίγο πριν την προκήρυξη εκλογών όποιον κι αν ρωτούσες «δε θα ξαναψήφιζε αυτά τα ρεμάλια, τους απατεώνες, τους… τους… τους…». Όλοι προσανατολίζονταν προς τα μικρά κόμματα( από τις λίγες  φορές που η λέξη «αποχή»δεν έπαιζε πρωταγωνιστικό ρόλο μεταξύ των απαντήσεων). Τόσο που σκέφτηκα «μωρέ λες να έχουμε ξαφνικά πρωθυπουργό το Βεργή, που θα πηγαίνει συνοδεία προβατίνας στη Βουλή και εκπρόσωπο τύπου τη Τζούλια;»Όχι ότι με παραξένεψε η εικόνα. Έτσι κι αλλιώς το μόνο μυαλό στο οποίο δεν μπορεί να μπει κανείς και να το εξηγήσει, έχει αποδειχτεί περίτρανα-τα τελευταία χρόνια-πως είναι το μυαλό του Έλληνα ψηφοφόρου.

Έτσι λοιπόν όσο πλησιάζουν οι εκλογές ακούω πολλούς από τους ανατρεπτικούς υποστηρικτές των μεγάλων κομμάτων, να πείθονται εκ νέου στην ικανότητα σωστής διακυβέρνησης από τους γνωστούς και δοκιμασμένους. Προσπαθώ μάταια να εξηγήσω αυτά τα ποσοστά πρόθεσης ψήφου που βλέπω στις δημοσκοπήσεις, αλλά μάλλον εγώ ζω σε άλλη χώρα. Σε μία χώρα που δεν ξέρω τι λένε τα επίσημα στατιστικά για την ανεργία, αλλά εμένα ένας στους δύο γνωστούς μου είναι άνεργος ή δουλεύει ανασφάλιστος ή ετοιμάζει τη βαλίτσα του για άλλες πολιτείες, λυτρωτικές. Δεν ξέρω αν με ενοχλεί περισσότερο το γεγονός ότι οι άνθρωποι εδώ δε βρίσκουν τη λύση για την επιβίωσή τους ή το γεγονός ότι θεωρούμε ζωή απλά την επιβίωσή μας. Σίγουρα όμως με ενοχλεί η ανοχή. Η ανοχή στους λόγους και τις πράξεις όλων αυτών που χρόνια τώρα μας κοροϊδεύουν και εμείς μασάμε με τα ψεύτικα χαμόγελά τους και με εκείνο το υποκριτικό σφίξιμο του χεριού στους δρόμους και στα μαγαζιά -πάντα προεκλογικά, γιατί μετά «μην τον είδατε τον Παναή». Με ενοχλεί η ανοχή σε όλους εκείνους που με αφορμή αυτή την «μπιμπ»την οικονομική κρίση απαιτούν από τους υπαλλήλους τους να δουλεύουν 12ωρα και να αμείβονται για 6ωρη εργασία. Δεν πάνε καλά οι δουλειές σου λέει. Σώπα ρε φίλε! Και τότε τι κάνουν 12 ώρες οι υπάλληλοί σου στην εταιρία; Παίζουν πρέφα και όποιος χάσει θα κάτσει να τον πηδήξεις κι από πάνω;

Το θέμα είναι ότι ζούμε στη χώρα της εκμετάλλευσης. Αυτό καταλαβαίνω εγώ. Επί πτωμάτων για να επιβιώσουμε. Επί πτωμάτων, για να ξαναψηφιστούν. Επί πτωμάτων, για να καταχραστούν. Επί πτωμάτων, για να πάρουν τα πρωταθλήματα. Επί πτωμάτων για περισσότερα κέρδη. Επί πτωμάτων για μια θέση στην αγορά εργασίας. Επί πτωμάτων, για να περάσω καλά εγώ . Επί πτωμάτων, για να φανώ ο μάγκας. Τελικά όμως με τόσα πτώματα τριγύρω αρχίζει και η δική μου-η δική σου ζωή να μυρίζει σαπίλα. Σαν τους νεκρούς που τους ραντίζουν με αρώματα, για να καλύψουν τη δυσωδία. 
Τελοσπάντων…Αυτό που καταλαβαίνω εγώ-λίγο πριν από άλλη μια εκλογική Κυριακή- είναι ότι πάλι ο Έλληνας είχε ένα κάρο ιδέες για την ανατροπή του σκηνικού, μιας και σε κάθε παρέα όλο και μια εναλλακτική έπεφτε για την αποτίναξη του ζυγού του συμβιβασμού με τα καθεστώτα τόσων χρόνων, αλλά όσο πλησιάζει η ώρα του σφραγισμένου φακέλου, τόσο βάζουμε μέσα το φόβο της ανατροπής. Λες και προτιμάμε το γνωστό κακό από το οτιδήποτε άγνωστο.

Και κλείνω με την ειλικρινή απορία: «Μετά από όλα αυτά, πώς γίνεται να έχουν τον έλεγχο ακόμη και της γνώμης μας και του λόγου μας; Πώς γίνεται να κατευθύνουν ακόμη και το δικαίωμά μας να καταδικάσουμε τη βρωμιά της κοινωνίας μας; Πώς γίνεται να ελέγχουν την επιθυμία μας για μια καλύτερη ζωή;»

Τελικά είμαστε τόσο πρόβατα;

Δεν ξέρω για εσάς, αλλά εγώ θέλω ζωή και θέλω και τον έλεγχό της. Και αν είμαι πρόβατο, θέλω να είμαι εκείνο που το ‘σκασε από το κοπάδι.  


http://www.kristiboni.gr/2011-05-19-10-33-48/2011-05-19-14-19-59/607-thelo-ton-elegxo.html

Πέμπτη 5 Απριλίου 2012

Οι τοίχοι έχουν τη δική μας ιστορία



Η αλήθεια είναι-όπως σας έχω ξαναπεί-ότι η σχέση μου με τους τοίχους δεν είναι η αρίστη. Μου τη δίνει η προσπάθειά τους να με εγκλωβίσουν. Από μικρή θυμάμαι ότι προσπαθούσα να δραπετεύω από μέσα τους. Θυμάμαι τη μαμά μου να με ψάχνει στις γειτονιές.

Εν πάση περιπτώσει, τους τοίχους δεν τους μπορώ εκ των έσω. Εξωτερικά όμως συμπαθώ εκείνη την ιδιότητά τους να λειτουργούν σαν καμβάς ή σαν μια άγραφη κόλλα χαρτιού που περιμένει στωικά να φιλοξενήσει δυο λόγια, δυο απόψεις, μερικές εικόνες.

Λατρεύω εκείνα τα πολύχρωμα γκράφιτι που στολίζουν τους τοίχους των πόλεων. Τσιμέντο βουτηγμένο σε μια πανδαισία χρωμάτων που δίνει ανάσα στο-άλλοτε γκρίζο-βλέμμα. Respect στους καλλιτέχνες των τοίχων. Έχω κάτι γνωστούς από δαύτους και κάθε φορά κοιτάζω με θαυμασμό το χορό των χεριών τους, που αφήνουν πίσω τους κάτι σαν εμφυσήσεις που ολοκληρώνουν αυτό το ιδιόμορφο φιλί ζωής στο μουντό περιβάλλον.
Ξέρετε όμως-παρ’ ότι με το μαύρο κάνω κάτι αποφασιστικά βήματα προς την κατάθλιψη-αγαπώ το μαύρο που ξερνάει κάθε λογής λόγια και ιδέες στους βρώμικους τοίχους της πόλης κι έτσι μετατρέπονται-εν αγνοία τους-σε «τοίχους με άποψη».

Οι τοίχοι λοιπόν καμιά φορά φιλοξενούν κάτι λέξεις, που με κάνουν να στέκομαι-άλλοτε τυλιγμένη στο χειμωνιάτικο μπουφάν μου κι άλλοτε τη στιγμή που ο ήλιος με καρφώνει με τις καυτές του ακτίνες-και να χάνομαι στα νοήματα.

Θυμάμαι τις πρώτες μέρες στη Φιλοσοφική να περιμένω τον καθηγητή για το μάθημα «Αισθητική και Φιλοσοφία της Τέχνης». Το μάτι μου έπεσε σε κάτι λέξεις, δίπλα στην είσοδο της αίθουσας, αποτυπωμένες με μαύρο μαρκαδοράκι στο βαρετό τοίχο: «Δεν είμαι εγώ σπορά της τύχης/ο πλαστουργός της νιας ζωής/Εγώ είμαι τέκνο της ανάγκης/κι ώριμο τέκνο της οργής». Περισσότεροι διάβασαν Βάρναλη σε αυτόν τον τοίχο, παρά στις σελίδες των βιβλίων σκέφτομαι τώρα. Και δίπλα και παραδίπλα ένα σωρό λέξεις να μιλάνε για επανάσταση, για ελευθερία, για έρωτες, για σεξ.

Κάθε φορά που κατέβαινα το στενάκι της Νικηφόρου Φωκά, εκεί στην πίσω είσοδο του yard trip, συνήθιζα να χαζεύω τα μικρά συνθήματα που είχαν σκεπάσει τον τοίχο. Εκεί, μέσα στα πολλά είχα ανακαλύψει και κάτι στίχους του Καρυωτάκη «Κι ήμουν στο σκοτάδι/Κι ήμουν το σκοτάδι/Και με είδε μια αχτίδα». Δεδομένης της λατρείας μου για τον ποιητή, λάτρεψα και τον τοίχο, που κάπου παραδίπλα κάποιος δήλωνε το γνωστό «Αναγνώρισα την ευτυχία από το θόρυβο που έκανε φεύγοντας». Και σκέφτομαι τώρα, πόσο χαζοί μπορεί να είναι οι άνθρωποι, που θεωρούν τα όμορφα της ζωής τους δεδομένα και αδιαφορούν γι’ αυτά, και πως η στιγμή που το «δεδομένο» κουράζεται και παίρνει την απόφαση να φύγει, τους ξυπνάει από μία αδράνεια απέναντί του, αλλά συνήθως τότε η πόρτα έχει κλείσει και πλέον φυτρώνει άλλος ένας υποτιθέμενα πληγωμένος από τη ζωή.

Κάπου στο Κολωνάκι(τι παράξενο και αυτό, που το Κολωνάκι γειτνιάζει με τα Εξάρχεια), αρχές της οικονομικής κρίσης, διάβασα σε έναν τοίχο το σύνθημα που για κάποιο λόγο το βρήκα πολύ καλό και μου είχε κολλήσει για αρκετό καιρό: «Χαλαρώστε τρέντηδες και πιείτε το ποτό σας, λίγο πιο κάτω καίγεται το αυτοκίνητό σας».

Από την άλλη, το γνωστό σε όλους «Η βία δεν είναι λύση. Όμως η Λία είναι Βίσση» το έχω βρει γραμμένο παντού. Ακόμη και στον τοίχο φίλου στο facebook.

Ο δε αγαπημένος σε μένα Ντίνος Χριστιανόπουλος με το «Τα πρόβατα απήργησαν, ζητούν καλύτερες συνθήκες σφαγής» ξεφυτρώνει από πάμπολλα στενά και τοίχους αυτής της χώρας, για να μας θυμίσει ότι συμβιβαζόμαστε με αυτά που μας επιβάλλουν. Νομίζουμε ότι επαναστατούμε και ότι αντιστεκόμαστε, αλλά στην πραγματικότητα παίζουμε το παιχνίδι με τους δικούς τους όρους.

Και φυσικά μηνύματα έρωτα, αποχαιρετισμοί φαντάρων συνοδευόμενοι από τη σειρά κατάταξής τους( αν τον αποδίδω καλά εκείνο τον αριθμό δίπλα στο Μεγάλο Πεύκο, που βλέπω γραμμένο από εδώ και από εκεί), οπαδοί ομάδων να αλληλοβρίζονται, αθλητικοί παράγοντες που τους σέρνουν τα εξ’ αμάξης(κάποτε είχα δει στον τοίχο του Καυταντζογλείου, να βρίζουν τη μάνα του τότε προέδρου της ομάδας και καθότι ο τύπος είναι από το χωριό μου, την συμπόνεσα την έρμη την κυρία, παρ’ ότι δεν της τρέφω και καμιά ιδιαίτερη συμπάθεια).

Έτσι ή αλλιώς, είναι τρόπος έκφρασης τα μηνύματα στους τοίχους. Και σκέφτομαι πως είναι τόσο περίεργο που δεν μπορούμε να βλέπουμε ζευγάρια ματιών και να τους απευθυνόμαστε, ενώ μπορούμε τόσο εύκολα να τα λέμε σε ένα γενικό πλαίσιο, στην απάθεια ενός τοίχου, έτσι για να βγαίνουν από μέσα μας. Αλλά πραγματικά μήπως θα ήταν καλύτερο να μιλάμε σε έμψυχα όντα απ’ το να καταλήγουμε μέσω Λαρίσης στο επιθυμητό; 
Λέω εγώ τώρα…

Όπως και να έχει οι γραμμένοι τοίχοι είναι από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία των καιρών. Ο παλμός του κόσμου αναβιώνει στους τοίχους με ένα είδος μελάνης κι εγώ αγαπώ να τον παρακολουθώ. Εσείς;

Σσ. Τώρα που το σκέφτομαι, αν έγραφα κάτι σε έναν τοίχο, θα ήταν κάτι λόγια του Γιάννη Αγγελάκα: «Να παραιτηθούν οι νεκροί από το δικαίωμα για ζωή». Και όπου νεκροί, μην βάζετε απαραίτητα όσους εγκατέλειψαν το μάταιο τούτο κόσμο, αλλά όσους ανήκουν στο παρελθόν μας και παρ’ όλα αυτά κρατάνε δέσμιο το παρόν μας.

Σάββατο 24 Μαρτίου 2012

Lollipop στη διάθεση


 

Αν υποθέσουμε ότι η σκέψη έχει ένα σωρό δωματιάκια που επικοινωνούν μεταξύ τους με κάτι ανοίγματα από τα οποία κρέμονται υφάσματα, ο ήλιος που βγήκε αυτές τις μέρες έχει τρυπώσει μέσα από τις ίνες και έχει ρίξει φως σε όλα αυτά τα δωμάτια. Έτσι μπερδεμένες σκέψεις ξεφυτρώνουν η μία μετά την άλλη στα ημισφαίρια του εγκεφάλου. Ένα περίεργο συνονθύλευμα, που -αν δεν το έχεις συνηθίσει-μπορεί να σε βάλει και σε προβληματισμούς για το πόσο καλά στέκεις.

Προχωράω στη-γεμάτη από κόσμο-Τσιμισκή και παρατηρώ ανθρώπους, βιτρίνες, αδέσποτα σκυλιά, που νομίζω ότι κάπως τα μοιάζω. Σουλατσάρουν πέρα δώθε χωρίς κανένα σκοπό. Μοναδικό τους μέλημα το τώρα. Να κάνουν μερικά βήματα που θα τα ευχαριστηθούν. Το πού θα καταλήξουν σε μία ώρα, άγνωστο. Μήπως κι εσείς που το προγραμματίζετε, ξέρετε πού θα σας βγάλει ο δρόμος; Και πόση σημασία μπορεί να έχει το τέλος, μπροστά στη μαγεία της διαδρομής; Εξάλλου και η Ιθάκη είναι σημαντική, μόνο επειδή ο ταξιδιώτης πέρασε από τους Λαιστρυγόνες και τον Κύκλωπα και ξάπλωσε πάνω στα στήθη μιας κάποιας Καλυψώς . Ασυναίσθητα μετράω τα βήματά μου πάνω στο πεζοδρόμιο. Κάπου στα 8 χάνω πάντα το λογαριασμό. Βαριέμαι τα μετρήματα.

Γυρίζω το βλέμμα μου τυχαία στη βιτρίνα ενός καταστήματος και αναρωτιέμαι ποια άραγε θα φορούσε αυτά τα πλουμιστά ρούχα που κρέμονται πάνω στις-είναι θλιμμένες ή μου φαίνεται;-κούκλες. Στη σκέψη μου παρεμβάλει η φωνή της γκόμενας που στέκεται δίπλα μου και δείχνει με ενθουσιασμό το στρασοφόρο φόρεμα στην μονοζυγωτική φίλη της. Σκούζουν παρέα για το υπέροχο του πράγματος. Σκούζω κι εγώ κάπως εσωτερικά για το γούστο τους κι αρχίζω να ακούω εκείνες τις σειρήνες στο κεφάλι μου, που θα έπρεπε να ειδοποιούν αυτόματα την αστυνομία της μόδας.

Ένα κοριτσάκι περνάει από δίπλα μου κρατώντας σφιχτά το χέρι της μαμάς του. Πάει καιρός που κρατούσα το χέρι της και δε θυμάμαι την αίσθηση. Όμως η αίσθηση της ανάγκης καλά κρατεί στη συνείδησή μου. Χαμογελάω κάπως, καθώς σκέφτομαι πως, κάθε φορά που κάνω την προσπάθεια να χωθώ στην αγκαλιά της, την πιάνουν τα γέλια, στέκεται σαν παγοκολόνα και στο επόμενο βήμα με σπρώχνει, καθώς οι λέξεις «ολόκληρη γαϊδούρα έγινες…»πνίγονται στα γέλια μας. Βαριά η κληρονομιά, αλλά την καλοδέχτηκα, και έτσι κάπως παγώνουν και τα δικά μου χέρια στις αγκαλιές. Λες και κρέμονται παράλυτα στο-κατά τα άλλα-ζωντανό μου σώμα. Το κοριτσάκι πάντως θα μπορούσα να ήμουν εγώ. Φοράει ένα φουξ φόρεμα και κίτρινα παπούτσια. Στα μαλλιά της είναι μπερδεμένα τα λαχανί της γυαλιά.

Έξω από ένα καφέ μια παρέα ανδρών συζητάει για την εκλογή Βενιζέλου. Υπάρχουν λοιπόν άνθρωποι που ασχολούνται ακόμη με αυτούς!  Ναι, το ξέρω. Υπάρχουν. Υπάρχουν και συνυπάρχουμε. Ένα ασταμάτητο «μπλα μπλα» σε έντονους τόνους φτάνει στα αυτιά μου. Βρίσκω πιο ενδιαφέροντα το freddo που βρίσκεται πάνω στο τραπέζι τους. Όχι, δεν είναι πως δεν έχω άποψη για τα πολιτικά πράγματα της χώρας, αλλά επιλέγω να μην ασχολούμαι με αυτούς που δεν ασχολούνται με εμένα. Με εσένα. Με εμάς. Εξάλλου δεν έχω άλλα χρήματα για να δώσω. Τα τελευταία μου τα έδωσα για εκείνο το ριγέ φορεματάκι που αγόρασα το μεσημέρι. Κι ενώ εκείνοι συζητούν το πώς θα είναι ο επίτιμος καθηγητής Νομικής ως πρόεδρος του κόμματος, εγώ σκέφτομαι πως θέλω να συνδυάσω το φόρεμα με τα γκρι σταράκια. Πολύ πιο δημιουργικός μου φαίνεται ο προβληματισμός μου…

Καθώς περπατάω..
Οι φούρνοι της πόλης τον τελευταίο καιρό λανσάρουν με μανία τα κριτσίνια βουτηγμένα σε σοκολάτα. Είναι το νούμερο ένα προϊόν πίσω από τα τζάμια τους. «Μάλλον για να απενοχοποιήσουν τις τύψεις για τις θερμίδες της σκούρας κυρίας», σκέφτομαι. Εγώ πάλι της έχω αναγνωρίσει από καιρό την ιδιότητα του αθώου. Εξάλλου έχουμε ξαναπεί πως δεν παχαίνουν αυτά που τρώμε, αλλά οι τύψεις που έχουμε, επειδή τα φάγαμε. Παρ’ όλα αυτά εγώ προτιμώ τα παξιμάδια που κρύβουν μέσα τους αποξηραμένα φρούτα. Τη σοκολάτα την προτιμώ ατόφια. Όπως ατόφια και αυθεντικά, χωρίς καλύψεις και στρουθοκαμηλισμούς, προτιμώ και τα πράγματα της ζωής μου.

Ο ήλιος θαρρείς πως κάθεται πάνω στις μαύρες μου μπούκλες και μου ξυπνάει μια διάθεση για εξορμήσεις. Προς το παρόν τη βάζω στην άκρη-για τις επόμενες μέρες τουλάχιστον-μιας και ο χρόνος σαν να με πιέζει. Ονειρεύομαι όμως πικ-νικ σε γρασίδια. Ονειρεύομαι τα παξιμάδια που λέγαμε και έναν κρύο καφέ και να απλώνω τα πόδια μου-που δεν πιάνουν και πολύ χώρο ομολογουμένως-πάνω σε πρασινάδες. Τώρα, αν εσείς έχετε διάθεση για πιο οργανωμένα πράγματα, δε θα πω όχι. Μόνο ήλιο και πικ-νικ ζητάω. Δε θέλω συμβατικά καρό τραπεζομάντιλα. Αλλά μια εφημερίδα για να μην ενοχλώ την ηρεμία του δίπλα, που ίσως θέλει να ρεμβάσει, υπόσχομαι πως θα την πάρω. Θυμάμαι ένα καλά οργανωμένο πικ-νικ στα Πλατάνια του χωριού μου, που έμεινε στα σχέδια όταν ήμουν γύρω στα 6-, επειδή η συνοδός-ενήλικη στραβοπάτησε λίγο πριν ξεκινήσουμε και έσπασε το πόδι της. Καταλαβαίνετε λοιπόν το απωθημένο του πράγματος…

Πόση ώρα περπατάω; Έχω φτάσει σχεδόν στη γειτονιά μου και κάτι μελωδίες μπερδεμένες στριφογυρίζουν στο μυαλό μου. Ο χειμώνας του Leonard Cohen συναντάει τον καλοκαιρινό ρυθμό του Monsieur Minimal. Αγαπώ τον πρώτο, αλλά κάνω αντιγραφή και επικόλληση στη διάθεσή μου το δεύτερο. Τιμής ένεκεν, μιας και ο «μικρός κύριος» είναι συντοπίτης.

Σας φιλώ.

Δευτέρα 12 Μαρτίου 2012

Βαρέθηκα (όπως λέει και ο Άσιμος)


Σήμερα άνοιξα το παράθυρο μου και σαν να είδα κάτι τόσες δα ακτίνες ήλιου να παραβιάζουν το βλέμμα μου.
Ανάσα ανακούφισης. Δεν αντέχω τη μούχλα. Τη μούχλα του καιρού. ..Τη μούχλα των ανθρώπων. ..
Βαρέθηκα αυτή τη μόνιμη υγρασία αυτής της πόλης. «Εσύ βαριέσαι γενικά και τα πάντα…»θα μου πεις εσύ που με ξέρεις. «Βαριέσαι οτιδήποτε δε σε αφήνει να είσαι ο εαυτός σου…», ίσως συμπληρώσεις-αν με ξέρεις καλά.
Βαριέμαι τα βαλτωμένα. Βαριέμαι τα πράγματα που τα κινώ και δεν κινούνται. Σαν μια ρόδα βουλιαγμένη στην άμμο της παραλίας. Πατάς το γκάζι. Περιστρέφεται. Γυρνάει σαν μανιασμένη, αλλά πάντα στάσιμη στο ίδιο μέρος. Βαριέμαι την ακινησία. Την αδράνεια. Θέλω προσπάθεια, δράση, κίνηση.
Βαρέθηκα να μιλάω και να μην ακούγομαι.
Βαρέθηκα να κοιτάζω και να κάνω πως δε βλέπω.
Βαρέθηκα να ακούω, επειδή απλά δεν υπάρχει άλλος, για να ακούσει.
Βαρέθηκα τα μάτια που δεν μπορούν να κοιτάξουν στα μάτια.
Βαρέθηκα τα ψέματα, για να σωθούν τα τομάρια τους.
Βαρέθηκα και τις αλήθειες που δε σέβονται την ανθρώπινη ύπαρξη.
Βαρέθηκα τα χέρια που ψάχνουν μέσα στο σκοτάδι να στηριχτούν κάπου, αλλά αδυνατούν να στηρίξουν.
Βαρέθηκα τα κενά-δίχως νόημα-λόγια.
Βαρέθηκα να τεντώνομαι, για να φτάσω το κουτάκι με το τσάι βανίλιας, επειδή αρνούμαι να ζητήσω βοήθεια.
Βαρέθηκα να κουβαλάω εκείνο τον πελώριο σάκο για το ταξίδι, απλά επειδή δε θέλω να δεχτώ τη βοήθεια και επειδή έχω μάθει πως μπορώ μόνη μου.
Ναι, Σοφάκι…Το μπρίκι φταίει για όλα. Αυτό που πρέπει να μου κοπανήσεις στο κεφάλι, για να καταλάβω ότι πρέπει να απαιτώ έμπρακτα. Ότι πρέπει να μη με βάζω μπροστά σε όλες τις καταστάσεις. Ότι πρέπει να κάτσω στη γωνίτσα μου και να μάθω να δέχομαι και να απολαμβάνω. Αλλά…να, ξέρεις…Ο σοφός της ζωής μου, μου είπε πως δεν έχω ποτέ ανάγκη και κανέναν. Πως μόνη μου μπορώ να καταφέρω τα πάντα. Πως τίποτε δεν με αγγίζει και πως τα δάκρυα είναι για τα κοριτσάκια. Κι έμενα εγώ-ούσα 4ων-να αναρωτιέμαι… «Δηλαδή είναι κακό να είσαι κοριτσάκι;»…και από τότε πάπαλα τα δάκρυα. Πάπαλα και η εκτόνωση.  Πάπαλα και η αναζήτηση βοήθειας. Μόνη για μένα και για τους άλλους.
Όμως σήμερα βαρέθηκα.
Βαρέθηκα όλα αυτά.
Βαρέθηκα τη μιζέρια.
Βαρέθηκα να κοιτάζω και να μη βλέπω χρώματα.
Βαρέθηκα τα γκρίζα τοπία.
Βαρέθηκα τα κρεβάτια που δε μου ανήκουν ουσιαστικά.
Σήμερα κοιτάζω το σπιτάκι μου και χαμογελάω.
Το σπιτάκι μου έχει χρώματα. Έχει όμορφες μυρωδιές. Έχει εικόνες αγαπημένων. Αναπνέει από τις ανάσες μου, που κάνουν παρέα με τις ανάσες των δικών μου. Παίζει όμορφες μουσικές το σπιτάκι μου, που σε ταξιδεύουν σε ελεύθερες παραλίες.
Το σπιτάκι μου που είναι για τους λίγους. Δε θέλω τουρίστες εδώ. Μόνο οι λίγοι. Εκείνοι που αφήνουν το τηλέφωνό τους ανοιχτό τα βράδια, επειδή εγώ έκοψα λιγάκι το χέρι μου. Ακούς Σοφάκι;
Εκείνοι που μου φέρνουν μια σοκολάτα με φράουλα, επειδή δε χαμογελούσε η φωνή μου.  Εκείνοι που ξέρουν να μου χαϊδεύουν το πρόσωπο, χωρίς να νοιώθω ότι μου ρουφάνε ενέργεια. Την ενέργειά μου θέλω να τη μοιράζω απλόχερα, αλλά μόνο σε εκείνους που μπορούν να μου τραγουδήσουν έναν όμορφο στίχο, ενώ θα βρέχουμε τις πατούσες μας σε μια μακρινή-όχι με μέτρο την απόσταση-παραλία.
Βαρέθηκα να μη βαριέμαι όλους εκείνους τους ανθρώπους και όλες εκείνες τις καταστάσεις, που δεν κάνουν την ψυχή μου να κρατάει μία πολύχρωμη ομπρέλα στα σφιξίματα του στήθους, και που δεν την αφήνουν να χορεύει για ώρες στο κέντρο του σαλονιού μου κάτι ξεχασμένα τραγούδια της Μαίρης Λίντα με το Χιώτη. Και μετά να γελάμε πίνοντας εκείνο το λευκό κρασί που έχω πάντα στο ψυγείο μου, καθώς ετοιμαζόμαστε για άλλη μια έξοδο που θα καταπλήξει τα πλήθη. Ακούς Σοφούλα;

Κυριακή 11 Μαρτίου 2012

Η καλή μέρα από την πρώτη «καλημέρα» φαίνεται




Μισώ τα ξυπνητήρια και ό,τι βίαια με επαναφέρει στην πραγματικότητα. Θέλω να ζω μόνιμα εκείνο το γνωστό «εμένα άστε με στον κόσμο το δικό μου». Δε συνέβαινε πάντα αυτό με τα ξυπνητήρια. Παλιά η σχέση μας ήτο αρμονική. Πρόκειται για κληροδότημα της συγκατοίκησής μου με εκείνον. Κάθε που ακουγόταν εκείνο το «ζούμπι ντούμπι ντου»από το κινητό μου-το οποίο του έγινε εφιάλτης-με κουκούλωνε με τα σεντόνια  και μου ψιθύριζε εκείνο το γνωστό «ξάπλωσε 10 λεπτά ακόμη»-το οποίο σήμερα έφτασε να είναι ο  δικός μου εφιάλτης - και, πιστέψτε με, ήταν δύσκολο τότε να αντισταθώ σε εκείνη την τεράστια αγκαλιά. Τώρα το κινητό μου με ξυπνάει βγάζοντας με κατευθείαν στο δρόμο.  Οι τοίχοι με πνίγουν εμένα. Και αφού η ζωή-έτσι κι αλλιώς-είναι ωραία, γιατί να μην τη ρουφάω από το πρώτο λεπτό που ανοίγω τα μάτια μου;

Χτες βέβαια την άκουσα την πρωινή κριτική για τον πρώτο ήχο της ημέρας, και- με όση ευγένεια μπόρεσε να καλύψει την κακία που ήθελα να ξεστομίσω- του επεσήμανα πρωινιάτικα ότι είναι κλάσεις καλύτερο από τη βλακεία που μου αφιέρωσε το προηγούμενο βράδυ. Και με αυτούς τους οιωνούς ξεκίνησε η μέρα μας. Το ύφος του λυπημένου κουταβιού έκανα πως δεν το είδα και το δικό του «ξάπλωσε 10 λεπτά ακόμη»σαν να μην έφτασε ποτέ στα αυτιά μου. Εξάλλου τον πρώτο καφέ μου θέλω να τον πίνω με την ησυχία μου. «Έτσι κι αλλιώς δεν έχουμε θέσει τη μεταξύ μας κατάσταση σε επίπεδο «πρωινού καφέ», σκέφτηκα κάπως εσωτερικά και ένοιωσα πως με καθησύχασα.

Καφές σκέτος κι- έτσι από πείσμα- ο Μαραβέγιας να τραγουδάει στα ηχεία μου. Το πληκτρολόγιο ξερνάει λέξεις στην οθόνη μου και εκεί που απολαμβάνω τις στιγμές παρέα με τις ρουφηξιές, νοιώθω κάτι ανάσες να παραβιάζουν το πεδίο της πρωινής ηρεμίας που σήμερα είχα ανάγκη. «Έχω δουλειά»του είπα με όση σοβαρότητα μπόρεσα να αντλήσω από την πρωινή μου ύπαρξη, με το μαλλί- ζούγκλα σε αυτόνομο ημικότσο στο κέντρο του κεφαλιού μου και τους δύο σκελετούς που σεξουαλίζονται στην μπλούζα μου από τη νεολιθική εποχή, κατά την οποία πήγα κι εγώ σαν νια την πενθήμερή μου.  Έκατσε λοιπόν κι εκείνος στη γωνίτσα του καναπέ μου, αγκαλιά με τον κρύο καφέ που προτιμάει( τον οποίο όπως είπαμε δεν είχα χρόνο να του ετοιμάσω και ας θεωρείται ένα είδος φιλοξενουμένου) και χάζευε την τηλεόραση στο mute, γιατί μάλλον δεν είχε όρεξη για άλλα πρωινά σιχτίρια.

Στιγμιαία θαύμασα την υπομονή του και, χωρίς να καταλάβω πώς, με άκουσα να ξεστομίζω:«Ιώβ είπαμε ότι σε λένε;». Ένα κύμα με ερωτηματικά ζωγραφίστηκε στα μάτια του κι εγώ απλώς χάρηκα που η σχέση του με τα εκκλησιαστικά κείμενα ήταν ανάλογη της δικής μου με την τεχνολογία.
Σαν να άρχισα να καταλαβαίνω …και τον πλησίασα σε μία προσπάθεια ανακωχής, αλλά-μιας κι έχω σπουδάσει την τέχνη του να έχω πάντα δίκαιο-αυθόρμητα του επεσήμανα ότι απλώς έφταιγε το ξυπνητήρι και φυσικά η πρωινή του κριτική.

Ακόμη κι αν έκανε μια κίνηση που έμοιαζε με αγκαλιά, νομίζω ότι μέσα του άνοιξε ο δικός του ασκός με τα σιχτίρια που με έθεταν στο στόχαστρο.

Η αλήθεια είναι πως ενδόμυχα ήξερα πως η συμπεριφορά μου απέναντί του χρειάζεται ένα refresh. «Δε φταίει αυτός να πληρώνει τα σπασμένα της κουλαμάρας που ενίοτε έχω βιώσει» σκέφτηκα κι έδωσα υπόσχεση σε αυτό το καταραμένο σύμπαν πως από αύριο θα  τη φτιασιδώσω και θα φέρομαι στους ανθρώπους όπως τους πρέπει.

Από αύριο όμως…

Μετρώντας την ευτυχία


Photo: amorphes dingΘυμάμαι…
Φλόγες κίτρινες με μια απόχρωση του κόκκινου και του μπλε να ανακατεύονται γλυκά πίσω από ένα τζάμι. Έμαθα να την αγαπάω τη φωτιά. Να αναζητάω τη θερμότητα. Να μαγεύομαι από την επιβλητική της εικόνα. Την έβαλα φόντο στη ζωή μου και με κινώ προσεκτικά μέσα της. Την όρισα ως είδωλό μου στον καθρέφτη.
Και το νερό το αγαπάω. Έχω μια σχέση τρυφερής εξάρτησης μαζί του. Το αφήνω να μου χαϊδεύει απαλά τις φωτιές. Προσεκτικά όμως, να μη μου τις σβήσει. Αγαπάω το νερό που δε σβήνει τις φωτιές μου.

Μπροστά από μια τέτοια φλόγα μου μάθαινε πως 4 και 5 κάνουν 9. Κι εγώ ήμουν μόλις 4ων. Μαγεύτηκα από τους αριθμούς. Άρχισα να νοιώθω ένα δέος απέναντί τους. Σχέση λατρείας. Σαν τη λατρεία μου για εκείνον. 2 και 6 κάνουν 8 του έλεγα περήφανη, αναζητώντας την αναγνώριση στα μάτια του, κι εκείνος με έπαιρνε στην αγκαλιά του με μία περηφάνια μεγαλύτερη από τη δική μου. Έτσι έμαθα πως «ωραίοι οι αριθμοί, αλλά δε φτουράνε-βρε αδερφέ-μπροστά στα συναισθήματα». Εκείνη η αγκαλιά έκλεινε μέσα της όλα τα χρώματα και τη θερμότητα που έμαθα να αγαπάω. Να αγαπάω…Πίσω από τις προσθαφαιρέσεις μου έμαθε να αγαπάω. Πώς μπορώ να το συγκρίνω αυτό με τους λογικούς αριθμούς;

Έτσι σήμερα…
Δεν καταλαβαίνω τα ανούσια μετρήματα.Τώρα 3-όχι. Τώρα 4-όχι. Όταν 12 ή 15-μπορεί… Οι αριθμοί έχουν ένα λόγο ύπαρξης. Δεν μπορούν να παρεισφρέουν σε χωρικά ύδατα που δεν τους ανήκουν. Τους σέβομαι και πρέπει να σέβονται τη ζωή. Δεν μπορούν να καθορίζουν αυτές τις αγκαλιές που ζεσταίνουν την ψυχή μου. Τι κι αν το μέτρημα δείχνει 3, τι κι αν δείχνει 7, τι κι αν δείχνει 25; Εγώ έμαθα πως οι αριθμοί είναι το μέσο για να περάσεις το χρόνο σου. Δεν είναι ο λόγος για να φτάσεις στην αγκαλιά. Την αγκαλιά του θα την είχα ακόμη κι αν 4 και 5 με οδηγούσαν στο 10. Θα μου χαμογελούσε, θα με διόρθωνε και θα έπαιρνα για έπαθλο ένα τεράστιο φιλί.

Δεν μετράω τη ζωή λοιπόν με αριθμούς, αλλά με χαμόγελα, φιλιά και αγκαλιές. Αυτά τα μικρά ανθρώπινα που ζωγραφίζουν μια περίεργη ευτυχία στο πρόσωπο. Κι αυτή την ευτυχία έμαθα να μην την προσπερνάω σαν επικίνδυνο εμπόδιο, αλλά να τη σκεπάζω στοργικά το βράδυ και να κοιμάμαι μαζί της με την ελπίδα ότι θα ξυπνήσουμε παρέα, για να πιούμε τον πρώτο καφέ της ημέρας. Έτσι απλά. Γιατί η τέχνη της απλότητας είναι η ευτυχία. Ή μήπως η τέχνη της ευτυχίας είναι η απλότητα;


Πέμπτη 8 Μαρτίου 2012

Εαυτός με καλεί


Friday, i'm in love (ο ήχος του κινητού μου)
-   Παρακαλώ
-Καλησπέρα!
 Η φωνή στην άλλη γραμμή γνωστή, αλλά δεν μπόρεσα  να την αναγνωρίσω.
-  Ποιος είναι; Ρώτησα. 
- Εγώ!
 Πάγωσα .Ίσως και να τρόμαξα.
-Πάει καιρός που δεν έχουμε μιλήσει. Δε σε αναγνώρισα
-Καιρό τώρα ήθελα να σου μιλήσω, αλλά δίσταζα. Τώρα όμως δεν πάει άλλο! Θέλω να σου τα πω! Σε παρακαλώ, μη με διακόψεις!
-Δεν έχω χρόνο…(και εννοούσα διάθεση. Διάθεση για να ακούσω).
-Μη με διακόπτεις!
 Ο αυστηρός τόνος δε μου άφηνε άλλα περιθώρια και αφιερώθηκα στον ήχο που έβγαινε από το ακουστικό.
-  Ήθελα να σου πω πως με πρόδωσες. Δε θέλω να σε κατηγορήσω, αλλά να… Κάθομαι καμιά φορά και θυμάμαι τότε που ήμασταν μικρά και ήξερες να γελάς. Τότε που κοιτούσες στον καθρέφτη και σε έβλεπα. Το βλέμμα σου ήταν τόσο καθαρό, που νόμιζα πως δε θα πάψουμε ποτέ να είμαστε χαρούμενοι. Κι εσύ πάντα κάτι έλεγες, πάντα κάτι έκανες και γελούσαμε. Τώρα κάθε φορά που σε βλέπω μέσα από τον καθρέφτη, αντικρίζω μία θολή εικόνα, ένα βλέμμα κενό και τρομάζω. Δε σε αναγνωρίζω. Γι’ αυτό αποφεύγω να σε κοιτάζω στα μάτια. Μα εμείς είχαμε μάθει να κοιταζόμαστε κατάματα και τώρα πονάω που δεν μπορώ να το κάνω.
Έπειτα θυμάμαι εκείνα τα όνειρα που κάναμε παρέα, τις ζεστές νύχτες του καλοκαιριού. Πως θα τα καταφέρουμε! Πως θα τα πραγματοποιήσουμε! Πως θα παλέψουμε. Και τώρα, κάθεσαι τα απογεύματα μπροστά σ’ εκείνο το χαζοκούτι και προσπαθείς να μαζέψεις τα κομμάτια της μίζερης ζωής σου. Ξέχασες τον τρόπο να ονειρεύεσαι και αυτό με κάνει να σε μισώ κάτι στιγμές.
Ξέρω πως είναι δύσκολα τα πράγματα, αλλά ένα χαμόγελο και λίγη διάθεση για ζωή δεν έβλαψε ποτέ κανέναν. Θυμάσαι τότε-κοντά στην ενηλικίωσή μας ήταν- που μας πλησίασε ένας ενταγμένος; Θυμάσαι τι του απάντησες; Τότε σε θαύμασα ειλικρινά. Τότε που απευθύνθηκες σε μένα και μου υποσχέθηκες πως δε θα γίνεις κομμάτι αυτής της διαφθοράς. Πως την ψήφο σου θα τη χρησιμοποιήσεις σαν όπλο για να κρατήσεις ζωντανό τον άνθρωπο. Και τι κάνεις τώρα; Τρέχεις να προλάβεις να την καταθέσεις στον καθένα που σου υπόσχεται όλα εκείνα που θα κλείσουν τη ζωούλα μας σε κλουβί. Σε βλέπω και φοβάμαι. Νομίζω ότι δεν είσαι πια εκείνο το παιδί με το χαμόγελο της ζωής. Δε μιλάς πια με στίχους, παρά μόνο κάτι αριθμούς επαναλαμβάνεις. Εγώ αυτούς τους αριθμούς τους φοβάμαι. Εγώ θέλω μόνο να αριθμώ χαμόγελα. Να αριθμώ χαρούμενες στιγμές. Να αριθμώ προσπάθειες και επιτυχίες. Την αποτυχία μόνοι μας την προκαλούμε με το να τη δεχόμαστε. Θυμάσαι τότε που με ρώτησες γελώντας-και τα μάτια σου γίνονται τόσο μικρά όταν γελάς, σαν τόσο δα Κινεζάκι.-με ρώτησες: «τι είναι η αποτυχία;»
Και όταν πήγα να σου εξηγήσω, με διέκοψες: «Δε με ενδιαφέρει! Μόνο την επιτυχία θα γνωρίζουμε εμείς!». Έτσι μου είπες. Και τώρα δέχεσαι κάθε αποτυχία σαν να την περίμενες χρόνια με αγωνία. Ξύπνα επιτέλους! Δεν μπορώ να ζω πια μαζί σου. Θέλω να βρεις τα χρώματα που σου λείπουν και τους ήχους που πλημμύριζαν το μυαλό σου. Δε θέλω να βλέπω το πρόσωπο σου συνοφρυωμένο. Ξέρεις, γι’ αυτό σε πιάνει πονοκέφαλος συχνά. Επειδή σουφρώνεις τα φρύδια σου διαρκώς. Δε λύνονται έτσι τα προβλήματα. Και ξέρεις τι είναι αυτό που φοβάμαι περισσότερο; Πως νομίζεις πως τα προβλήματα δε θα λυθούν ποτέ και δεν προσπαθείς. Τα αφήνεις εκεί στην άκρη να συσσωρεύονται και τα κοιτάς κάθε μέρα για να θυμάσαι να μιζεριάζεις. Εγώ όμως κουράστηκα! Εγώ θέλω πάλι να γελάσω! Θέλω να τρέξω σε ένα ανθισμένο χωράφι με ηλιοτρόπια! Θέλω να παίξω κυνηγητό στην αλάνα που παίζαμε παιδιά. Θέλω να βρίσκω λύσεις στα προβλήματα, όπως λύναμε τις ασκήσεις των Μαθηματικών. Θέλω ζωή! Το καταλαβαίνεις; Θέλω να ζήσω!
Αν συνεχίσεις να βαλτώνεις, θα σε αφήσω! Θα ζήσω μόνη μου τη ζωή. Θα φτιάξω το δικό μου κόσμο. Ρώτησα αν μπορώ να το κάνω. Αν μπορώ να ζήσω ευτυχισμένη χωρίς εσένα. Και μου είπαν πως γίνεται, μα είναι επικίνδυνο. Είναι αυτό που λένε τρέλα! Πως εγώ θα ζω στον κόσμο που επιλέγω και εσύ στο δικό σου που δε θέλεις να προσπαθείς. Αν το κάνω, θα σε ταΐζουν χάπια. Έτσι μου είπαν. Στην αρχή πόνεσα. Δεν ήθελα να καταλήξεις έτσι. Το ξανασκέφτηκα όμως, και …Εγώ θέλω να ζήσω. Μαζί σου ή Μόνη μου, Θέλω να Ζήσω!
Σκέψου το! Σε αφήνω τώρα! Θέλω να ονειρευτώ λιγάκι.

Δεν πρόλαβα να απαντήσω…αλλά ξέρετε, εγώ είμαι ανασφάλιστη, και τα ψυχοφάρμακα είναι ακριβά! Μάλλον θα επιλέξω Να προσπαθήσω!

Δευτέρα 5 Μαρτίου 2012

Το είπα "Κατάθλιψη"...



Έχω ένα τόσο δα μικρό μωράκι.
Το κουβαλάω πάντα μαζί μου.

Άλλοτε το σκεπάζω επιμελώς με λαμπερά χαμόγελα-από εκείνα που πείθουν τους ανθρώπους ότι η θλίψη και ο πόνος δεν κατοικούν εδώ.

Άλλοτε το κρύβω πίσω από κουρτίνες θυμού και οργής, θαρρείς πως αν κάποιος καταλάβει την ύπαρξή του, θα το στείλει στο απόσπασμα, κι εγώ δεν είμαι έτοιμη να το αποχωριστώ.

Άλλοτε το διασκεδάζω με λόγια ειρωνίας απέναντι σε βλέμματα που μου στοιχειώνουν το νου και την ψυχή, μην τυχόν και έρθει αντιμέτωπο με τις σκληρές αλήθειες.

Άλλοτε προσπαθώ να το ξεδιψάσω με κάτι δάκρυα που χαϊδεύουν σαν αγαπημένα χέρια το πρόσωπό μου…

Μερικές φορές του μιλάω για ώρες, γιατί κάποιος μου είπε ότι η συζήτηση δίνει τις λύσεις.

Κάτι φορές πάλι δοκιμάζω να το κοιτάξω κατάματα και να καταλάβω τι θέλει από μένα. Τι περιμένει. Κι εκείνο με κοιτάζει με τις ίδιες απορίες ζωγραφισμένες στο βλέμμα του. Απαντήσεις δεν υπάρχουν. Μόνο βλέμματα.

Άλλοτε το κλείνω στο σπίτι ή με κλείνει…Δεν έχουμε ακόμη καταλήξει ποιος κυβερνάει ποιον. Το παιχνίδι της εξουσίας είναι η αγαπημένη μας ασχολία.

Απόψε το πήρα τρυφερά στην αγκαλιά μου το μωράκι μου. Του χάιδεψα τα μαλλιά, που μοιάζουν με τις μαύρες μου μπούκλες. Το φίλησα στοργικά στο μέτωπο και του ψιθύρισα κάτι ξεχασμένα γλυκόλογα στο αυτί. Από εκείνα που τρομάζουν να ακούσουν οι άνθρωποι.
Δεν ήξερα πώς να το φωνάξω και αυθόρμητα το είπα «κατάθλιψη».

Και το περίεργο είναι πως εκείνο γύρισε…


Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2012

Η επίσημη ώρα του (χαρτ)αετού


Κι, ενώ με το μυαλό γεμάτο πνεύματα και τόνους, σχεδίαζα την εξόρμηση για το επίσημο καθαροδευτεριάτικο πέταγμα του αετού, η ανακοίνωση-ερώτηση έβαλε ένα πρόωρο τέλος στο χαμόγελο που είχε αρχίσει να μουτζουρώνει το πρόσωπό μου, καθώς με σκεφτόμουν τυλιγμένη με σπάγκους και ουρές να σιχτιρίζω που δεν ξανοίγεται ο αετός όπως πρέπει στον ουρανό.

 
«Θα δουλέψεις το πρωί;» Κι ενώ ένα κατεβατό από «όχι» και «δεν μπορώ» παρήλασε στο μυαλό μου, από το στόμα μου ακούστηκε «ναι». Έτσι απλά. Κι έτσι απλά έπρεπε να αποχαιρετήσω το προσχέδιο για το επίσημο πέταγμα του αετού μου. Όπως θα καταλάβατε, έχω μια δυσκολία στην πραγμάτωση του «όχι»σε λόγια, πράγμα πολύ κακό και άκρως καταπιεστικό για τον εαυτό μου. Είναι κι αυτό μέσα στα πράγματα που πρέπει να δουλέψω.

Εν πάση περιπτώσει η Καθαρά Δευτέρα είναι από τις αργίες που αγαπώ να αγαπώ. Δεν έχει τοίχους, δεν έχει τυπικές μαζώξεις γύρω από ένα «μη μου άπτου»τραπέζι, δεν έχει προκάτ συζητήσεις, δεν έχει χτενισμένες κυρίες, δεν έχει στραφταλίζοντα φορέματα, δεν έχει εγκλωβισμένες σκέψεις που θέλουν να διακτινίσουν την ύπαρξη σε ένα χωράφι με ανθισμένα ηλιοτρόπια.

Αντίθετα αυτή η καθαρή μέρα έχει φωνές. Φωνές ενηλίκων και παιδιών που μπερδεύονται γλυκά κάτω από έναν ουρανό, που-ό,τι χρώμα κι αν έχει τη συγκεκριμένη μέρα-εμείς τον βλέπουμε σαν μια πελώρια αγκαλιά που περιμένει να υποδεχτεί τον αετό μας. Αυτό το χάρτινο δημιούργημα με τα σχέδια και τις πολύχρωμες ουρές που μπλέκονται με τα μαλλιά μου κι ένα γλυκό αεράκι να τα μπερδεύει όλα μπροστά στα μάτια μου και να μπερδεύει και τις φωνές από ένα σωρό παρέες που έχουν-έστω για μια μέρα-τον ίδιο στόχο. Να αφήσουν τη ματιά τους να ταξιδέψει εκεί ψηλά, στο δρόμο για την ελευθερία της σκέψης. Μη φέρνετε αντίρρηση! Ακόμη κι αν δεν το έχετε σκεφτεί με τα δικά μου λόγια, είναι ελευθερία να έχεις το βλέμμα σου στραμμένο εκεί πάνω-για πολλούς είναι η μόνη μέρα του χρόνου που μπορούν να σηκώνουν το κεφάλι τους τόσο ψηλά-και η μοναδική σου σκέψη να είναι το ύψος που θα πρέπει να φτάσει ο αετός σου. Ο αετός σου, που στο μυαλό σου παίρνει τη σάρκα και τα οστά σου.

Η φωνή του στην άλλη γραμμή το ίδιο βραχνή όπως κάθε άλλη φορά. Σαν άντρας σε πόκετ σάιζ. «Λένα, θα έρθεις να πετάξουμε τον αετό μου;» Του εξηγώ εν τάχει πώς έχουν τα πράγματα και, σε αντίθεση με τους άντρες που του ρίχνουν 2-3 δεκαετίες, το δικό μου αντράκι αντιλαμβάνεται αμέσως πώς έχει η πραγματικότητα και έχει έτοιμη την εναλλακτική. «Δεν πειράζει. Θα τον πετάξω εγώ με τον παππού και μετά θα τον φυλάξω, για να τον πετάξουμε και μαζί. Θα πάμε εκεί στο βουνό, που έχει πιο καλό αέρα…»μου λέει και εγώ λιώνω. Δεν υπάρχει μεγαλύτερος έρωτας από αυτή τη φωνή σας λέω. Τη σκέφτομαι ανακατεμένη με τα ζουμερά φιλιά του, τις αγκαλιές του που μου θυμίζουν πόσο έχει μεγαλώσει, εκείνο το ξεκαρδιστικό του γέλιο  που με οδηγεί σε μία ευτυχία δίχως αύριο και όλα αυτά τυλιγμένα στις πολύχρωμες κορδέλες του αετού που εγώ μαζί του δε θα σταματήσω να πετάω, άσχετα με τις εποχές και τις γιορτές. Το πέταγμα του χαρταετού μας το έχω συνδυάσει με την ελευθερία, στην οποία έχουμε βουτήξει την ύπαρξή μας. Και αυτή την ελευθερία-όπως ατόφια μου την έδωσαν-θέλω να του τη μεταφέρω. Είναι κάτι σαν την οικογενειακή μας παράδοση.

Θα δουλέψω λοιπόν εγώ τη Δευτέρα, αλλά- όπως και να έχει-δε θα σταματήσω να χαμογελάω, γιατί απλά θα μεταφέρω τον επίσημο εορτασμό της λίγο παραπέρα και μάλιστα παρέα με το πιο αληθινό αντράκι που υπάρχει πάνω σε αυτά τα 510.065.284,702 km² που πατάω.



http://www.kristiboni.gr/2011-05-19-10-33-48/2011-05-19-14-19-59/569-i-episimi-ora-tou-xartaetou.html

Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2012

Ας παίξουμε…


-Έλα να παίξουμε ένα παιχνίδι.
-Πώς το λένε;
-Αγάπη!
-Και τι θα πρέπει να κάνουμε;
-Θα είναι σαν παραμύθι.
Στην αρχή θα με κοιτάς και θα χαμογελάς.
Θα κάνω εγώ πως δε σε είδα...
-Γιατί;
-Μη ρωτάς! Έτσι παίζεται!
Μετά θα με κυνηγήσεις. Θα τρέχω 
εγώ να ξεφύγω, μα όλο θα τριγυρίζω γύρω σου.
-Και τότε γιατί δε θα σε πιάνω;
-Μη με ρωτάς σου είπα! Έτσι πρέπει!
-Και μετά; 
-Μετά θα σε αφήσω να με ακουμπήσεις.
Θα μου χαμογελάσεις, θα σου χαμογελάσω κι εγώ
και τότε θα με έχεις ήδη πιάσει.
-Και μετά; Κέρδισα;
-Μη βιάζεσαι!
Μετά θα περπατάμε μαζί. Πιασμένοι από το χέρι.
Πρέπει και να χορέψουμε! Θα δείχνουμε ευτυχισμένοι...
Και τότε εσύ-ξαφνικά- θα μου αφήσεις απότομα 
το χέρι, για να με πονέσεις, και θα απομακρυνθείς.
-Και εσύ; Τι θα κάνεις εσύ;
-Εγώ θα κλάψω. Και θα πέσω κάτω.
Σαν να πεθαίνω...
-Δε θέλω να είμαι εγώ ο κακός στο παιχνίδι μας.
-Περίμενε! Θα σου αρέσει...
Μετά θα σηκωθώ. Θα είμαι θυμωμένη και
θα προσπαθώ να σε πονέσω κι εγώ.
-Γιατί;
-Επειδή πρέπει να πονέσεις κι εσύ!
Και να κλάψεις! Έτσι είναι το παιχνίδι...
-Και πώς θα το κάνεις αυτό;
-Δεν ξέρω...Ίσως μπήξω τα νύχια μου
εκεί που πονάς περισσότερο.
Πού πονάς περισσότερο;
-Δεν ξέρω...Μάλλον εδώ, στο στήθος...
-Ωραία, θα στοχεύσω στο στήθος σου.
-Και μετά; Κέρδισες;
-Μετά θα κλάψεις κι εσύ.
Θα πέσεις κάτω. Σαν να πεθαίνεις. 
Κι εγώ θα γελάω και θα κλαίω μαζί.
-Και ποιος κερδίζει;
-Κανείς. Αυτό το παιχνίδι δεν έχει νικητή.
Μόνο χαμένους! 
-Δε μου αρέσει το παιχνίδι σου. 
Μου θυμίζει πόλεμο. Δεν παίζω.
-Κι όμως! Θα σου αρέσει, αρκεί να το δοκιμάσεις.
Και μετά θα θέλεις να το ξαναπαίζεις συνέχεια.
-Όχι, σου είπα! Δε μου αρέσει ο πόνος.
Θέλω να γελάω...
-Έτσι είναι αυτό το παιχνίδι.
Μόνο στην αρχή γελάς. Μετά θα πονάς...
Έλα, παίξε μαζί μου!
-Καλά...
-Είδες; Ποτέ, κανείς δεν μπορεί να αντισταθεί...

Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2012

Γερνάνε οι πλατείες;




Γερνάνε οι πλατείες; Μη που πείτε «όχι», γιατί εγώ είδα σήμερα την Αριστοτέλους, κάπου εκεί κατά τη μία το βράδυ, να μοιάζει με ογδοντάχρονη κυρία που ντύθηκε εκείνα τα μαύρα των παραδοσιακών γιαγιάδων που πενθούν.

Τι μπορεί να πενθεί μία πλατεία;

Το χαμό των ζωντανών ημερών της; Τη θυμήθηκα τότε, που υπέφερε με χαρά το ασταμάτητο «πέρα-δώθε»στα βρόμικα πλακάκια της. Τότε που ήταν νέα και ωραία, και ξημεροβραδιαζότανε με ποτά και σφηνάκια στην υγειά των «λεφτών που υπήρχαν».Απόψε την είδα στο νεκρικό κρεβάτι, και πού χρήματα για κηδείες!  Ένας επικήδειος που είναι και τζάμπα, και μέχρι εκεί.

Τα βήματα αυτοβούλως καταλήγουν στη στάση του λεωφορείου-για ταξί ούτε λόγος. Ας μείνει και κάποιος στην πλατεία, για να μη νοιώθει έντονη τη μοναξιά της. Τα βήματα βιαστικά. Μην τυχόν και μας πλακώσει το θανατικό. Στο λεωφορείο υπάρχει ζωή. Άνθρωποι κάθε ηλικίας με προορισμό τα ασφαλή κελιά μας. Μακριά από τον άλλο. Τον όποιο άλλο. Απέναντί μου ένα ζευγάρι μεσηλίκων χαριεντίζεται, όπως τα σπουργίτια στα κλαδιά του Απρίλη. Μου φαίνεται ότι ήρθε πρόωρα η άνοιξη μέσα στο μουντό λεωφορείο. Τους κοιτάζω και θαυμάζω το θάρρος τους να φέρονται και να άγονται σαν ερωτευμένοι. Μαθήματα που-κατά την παράδοσή τους-απουσίαζε η γενιά μου. Την κοπάνισε, για να βγει στην αγορά για τα τελευταία trend της diesel.

Τα υπόλοιπα χέρια στο λεωφορείο με ένα κινητό συντροφιά. Τα κινητά συντροφεύουν τα κενά χέρια, μα τα κενά βλέμματα χάνονται στο νόημα. Ζωή; Δεν ξέρω. Θέμα για έκθεση ιδεών πιστεύουμε. Οι αλήθειες μακριά και οι σχολές γεμίζουν με αποτυχόντες, μιας και το θέμα της έκθεσης ήταν πολύ μακριά από την πραγματικότητά μας.

 Το μυαλό μου παράξενο. Γίνεται κάτι σαν το γύρο του θανάτου. Σκέψεις εμβόλιμες στριφογυρίζουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα και πότε πότε ο αναβάτης εκσφενδονίζεται και  ξεπετάγεται από το στόμα μου. Επικίνδυνες εκείνες οι στιγμές, γιατί οι άνθρωποι δεν αγαπούν τα λόγια. Χάνεται η επικοινωνία σας λέω. Πνίγονται οι αλήθειες στη σκιά των φόβων. Πνίγομαι κι εγώ με τις κλωστές που τυλίγουν το λαιμό μου στην προσπάθειά μου να ζεσταθώ. Πνίγομαι με τις κλωστές και τις τεχνητές αλήθειες. Με πνίγει ο χειμώνας. Με πνίγει το γκρίζο και η μουντάδα. Του καιρού; Των ανθρώπων; Είμαι παιδί του καλοκαιριού εγώ. Θέλω ήλιο, χρώματα και φωνές. Τα σφαλιστά στόματα με τρομάζουν. Με τρομάζουν και τα αυτιά που κλείνουν στις φωνές της ψυχής.

 Σκέφτηκα στιγμιαία να κατέβω και να πάω να του δώσω ένα φιλί. Γιατί πάντα το «θέλω» της ψυχής έχει σημασία. Μα αυτό το «πριν» είναι το μοναδικό που φοβάμαι να ρισκάρω στο βωμό του «μετά». Του δικού μας «μετά» και της αγκαλιάς που αρνούμαι να απαρνηθώ. Ο Ιούδας δεν έχει θέση στο δικό μας «εμείς». «Τα κοκόρια θα αργήσουν να λαλήσουν» μου ψιθυρίζει το διαβολάκι στο δεξί ημισφαίριο του εγκεφάλου μου. Μα εγώ πάντα θα τα τσιγκλάω μήπως και ξημερώσει μια ώρα αρχύτερα. 

Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2012

Ατελές αριστούργημα

Κλείνω τα μάτια και είσαι πάλι εκεί.
Σαν κάποιος να σε ζωγράφισε με χρώματα ανεξίτηλα μέσα στα μάτια μου.
Νομίζω ότι πριν από καιρό ο Τσαρούχης τρύπωσε κρυφά στο δωμάτιό μου
και φιλοτέχνησε τη μορφή σου...και εκείνο το λευκό καπέλο.
Για καμβά χρησιμοποίησε το εσωτερικό των βλεφάρων μου.
Τα πινέλα του σου έδωσαν ζωή, καθώς χόρευαν στους ρυθμούς μιας
τρελής δημιουργίας.
Έντονα χρώματα έντυσαν την καρδιά μου.
Αυτή η πρωτόγνωρη ευτυχία τάραξε τις ισορροπίες μου.
Βίαια με ξύπνησε από έναν περίεργο λήθαργο.
Άνοιξα με δυσκολία τα βαριά μου βλέφαρα.
Τα χρώματα ήταν ακόμη νωπά και
κύλησαν από τα μάτια μου.
Η μίξη των χρωμάτων γέννησε ένα μελαγχολικό γκρι
και σκέπασε το πρόσωπό μου.
Αυτή η βίαιη υποχρέωσή σου να ωριμάσεις μέσα μου...
να στεγνώσει γρήγορα το πορτραίτο σου στα μάτια μου,
είχε ως αποτέλεσμα να μοιάζει το έργο του ζωγράφου
με προχειροδουλεμένο αριστούργημα.

Αυτό το ατελές έργο αντικρίζω με νοσταλγία,
κάθε που οι κόρες των ματιών μου
συναντάνε το εσωτερικό των βλεφάρων μου.

Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2012

Η επανάσταση στον αντίποδα της ζωής

Σήμερα λέω να μιλήσουμε για επαναστάσεις.

 Μη φανταστείτε ότι μ’έπιασε καμιά ξαφνική ιστοριολατρεία και θα αρχίσω να σας αναλύω εδώ τα αίτια της βιομηχανικής επανάστασης, αυτά ποσώς με ενδιαφέρουν. Οι προσωπικές επαναστάσεις είναι που στροβιλίζονται στο μυαλό μου αυτές τις μέρες.

Λοιπόν…

Τους άκουγα να μιλάνε για τα εφηβικά τους κατορθώματα, που οδηγούσαν τους γονείς τους σε απόγνωση και ήταν σαν να παρακολουθούσα αμίλητη(αυτό κι αν είναι περίεργο) το έργο που παιζόταν σε ένα λευκό πανί που θαρρείς πως είχαν στρώσει απέναντί μου. Μιλούσαν για κάτι μυστικές σαββατιάτικες εξόδους, που ξεκινούσαν πηδώντας από το παράθυρο του δωματίου τους , μιας και δεν έπρεπε να γίνουν αντιληπτοί από τους γονείς τους, που μασούσαν σαν τσίχλα τα «μην»και τα «δεν». Άκουγα για ομηρικούς καβγάδες που κατέληγαν σε κλειδωμένα δωμάτια και σε απεγνωσμένα ερωτήματα τύπου «τι έχει πάθει το παιδί μας;» Άκουγα για το ανικανοποίητο της εφηβείας και την απαξίωση των πάντων, γιατί τότε ανεκάλυπταν  την ύπαρξη των προσωπικών επιθυμιών, έναντι των «πρέπει» που τους επέβαλλαν. Άκουγα με προσοχή μασουλώντας τα φιστίκια που είχα πάρει ανά χείρας. Γρήγορα συνειδητοποίησαν το μη φυσιολογικό της σιωπής μου και άρχισαν να ρωτάνε για τις δικές μου επαναστάσεις στην εφηβεία.

Με κοίταξαν σαν εξωγήινο που δεν είχα ιστορίες επανάστασης να τους διηγηθώ. Που δεν κάπνισα κρυφά στις καβάντζες του σχολείου-έτσι για αντίδραση- και που δεν έγινα λιώμα από το ποτό, όταν πια φοιτήτρια μπορούσα να είμαι «ελεύθερη».

«Μα εγώ ήμουν πάντα ελεύθερη» τόλμησα να ξεστομίσω. «Δε χρειάστηκε ποτέ να επαναστατήσω. Δεν είχα λόγο». Κι εκεί ένοιωσα μια ικανοποίηση στα όρια ευγνωμοσύνης, για τη συνειδητοποίηση της στιγμής.

Δε λέω, απόλυτα σεβαστές οι επαναστάσεις και κρύβουν και ένα είδος γοητείας, αλλά προσωπικά με θλίβουν, γιατί για να πραγματωθούν προϋποθέτουν ένα καθεστώς καταπίεσης κι εγώ με την καταπίεση δεν τα πήγαινα ποτέ καλά. Θαρρείς πως έχω αλλεργία στους περιορισμούς και τις συμβάσεις. Αφήστε που νοιώθω πως η επανάσταση κρύβει στο ξεκίνημά της την έννοια της ήττας. Είτε την ήττα του καταπιεσμένου είτε  εκείνη του καταπιεστή. Ο πρώτος ηττήθηκε στο επίπεδο της διεκδίκησης των προσωπικών του επιθυμιών και επιθυμητών τρόπων διαβίωσης, ενώ ο δεύτερος ηττήθηκε στο επίπεδο του να καταφέρει να διατηρήσει την ισορροπία του ελέγχου. Ο καταπιεστής μεταφράζεται στο μυαλό μου σε άνθρωπο που δεν καταφέρνει να επικοινωνήσει και να υπερασπιστεί την ορθότητα των απόψεών του, κι έτσι καταφεύγει στην επιβολή τους, μέσω της καταπίεσης. Στο μυαλό μου οι επαναστάτες ντύνονται εκείνα τα γκριζοχακί ρούχα και το χαρακτηριστικό μπερέ στο κεφάλι. Ναι, η αλήθεια είναι πως, όταν μετουσιώνω τη σκέψη μου αυτή στην ύπαρξη του Τσε, νοιώθω ένα δέος και μια γοητεία, μα στην καθημερινή μου πραγματικότητα-συγχωρέστε με-αλλά θα προτιμήσω τα χρώματα. Τα παρδαλά ρούχα και τις πολύχρωμες μαντίλες στο κεφάλι. Τη δική μου ελευθερία.

 Έτσι λοιπόν προσπάθησα να αναλύσω στο κεφάλι μου τα αίτια της ανύπαρκτης  ανάγκης  μου για επανάσταση, εκεί στη μετάβασή μου από την παιδική ηλικία στην ενήλικη ζωή. Δεν ξέρω αν είμαι υπερβολική, αλλά τα συμπεράσματά μου τα βλέπω σαν οδηγό ανατροφής ελεύθερων ατόμων:

Δεν υπήρχαν λοιπόν τα απαγορευτικά μόρια «μην»και «δεν», που κατά κάποιο τρόπο μετατρέπουν το απαγορευμένο σε πρόκληση. Δεν υπήρχαν ρήματα σε έγκλιση προστακτική. Υπήρχαν όμως πολλές συζητήσεις. Υπήρχαν πολλές ιστορίες-τώρα που το σκέφτομαι, έμοιαζαν με παραβολές. Υπήρχαν τραγούδια που περνούσαν νοήματα. Υπήρχαν χαμόγελα. Υπήρχαν ερωτήσεις, για να καταλήξουμε στην πιο κατάλληλη αντίδραση ή συμπεριφορά. Ποτέ όμως προστακτική. Όχι, δε λέω πως είναι εύκολο αυτό. Μάλλον πρέπει να προηγηθεί ένα στάδιο προετοιμασίας αρκετά δύσκολο, για να καταφέρει κανείς να μην κάνει χρήση της προστακτικής και να εμπιστεύεται τις ζωές σε ελεύθερες ερωτήσεις. Κάπως σαν το αγρότη που πρέπει πρώτα να φροντίσει τη γη του με τις κατάλληλες μεθόδους και στη συνέχεια να προχωρήσει στη σπορά. Δεν ξέρω να σας πω λεπτομέρειες ή μάλλον θέλει ολόκληρες σελίδες για να σας τις εξηγήσω, αλλά το σίγουρο είναι πως το να είναι κανείς  πραγματικός παιδαγωγός είναι χάρισμα και δε μαθαίνεται απλώς από τις σελίδες των βιβλίων.

Προσωπικά λοιπόν κατέληξα πως είναι πολύ πιο όμορφο να μεγαλώνουμε «πολύχρωμα» και ελεύθερα παιδιά που χαμογελούν, από το να μεγαλώνουμε «δυνάμει» γκρίζους επαναστάτες. Οι επαναστάτες απορροφούνται εξαρχής από τα «πρέπει»που τους επιβάλλουν και στην πορεία από τα προσωπικά τους «πρέπει» που θα τους οδηγήσουν στην  αποτίναξη του ζυγού. Χάνουν χρόνο από την πραγματική ζωή. Εκεί καταλήγω.

Ας μάθουμε στα παιδιά απλώς να ζουν!  Και η ζωή από μόνη της πρέπει να εμπεριέχει την έννοια της ελευθερίας, να εμπεριέχει χρώματα, μουσικές και αγάπη. Το γκρίζο δε θυμίζει ζωή.

 Ας ζήσουμε λοιπόν!

Άλλαξες

Ειρωνεία.
Πειρασμός.
Μη γυρίσεις.
Δε γυρίζω.
Πόνος.
Δειλία.
Κλείνεις τα μάτια.
Τρόμος.
Τι;
Τίποτε.
Δεν έχει εικόνα ο τρόμος.
Ψέματα.
Έχει εικόνα ο τρόμος.
Τη δική σου.

Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2012

Ανίκανος για τα βράδια μου

Ήρθες ξένε,
διεκδικητή του τίποτε και 
πάντα σ'αυτό κερδισμένε.
Ήρθες και, με ύπουλα τεχνάσματα, 
μου κούνησες το χέρι.
Λυσσασμένα βράδια κλείνουν τώρα
τις μέρες μου
Κι εσύ ανίκανος να τα δαμάσεις.
Κρατάω πάντα εγώ το λουρί.
Κρατάς κι εσύ-όπως κάποιοι μου ψιθυρίζουν-
το μυαλό σου σε αεργία.
Τόσο που μοιάζει με τρύπιο τυρί.
Σε ντύνω, σε στολίζω 
και σε στήνω στο κέντρο 
μιας αηδίας που ένοιωσα
-τι τυχερός!-
μόνο για σένα.