Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2012

Η επίσημη ώρα του (χαρτ)αετού


Κι, ενώ με το μυαλό γεμάτο πνεύματα και τόνους, σχεδίαζα την εξόρμηση για το επίσημο καθαροδευτεριάτικο πέταγμα του αετού, η ανακοίνωση-ερώτηση έβαλε ένα πρόωρο τέλος στο χαμόγελο που είχε αρχίσει να μουτζουρώνει το πρόσωπό μου, καθώς με σκεφτόμουν τυλιγμένη με σπάγκους και ουρές να σιχτιρίζω που δεν ξανοίγεται ο αετός όπως πρέπει στον ουρανό.

 
«Θα δουλέψεις το πρωί;» Κι ενώ ένα κατεβατό από «όχι» και «δεν μπορώ» παρήλασε στο μυαλό μου, από το στόμα μου ακούστηκε «ναι». Έτσι απλά. Κι έτσι απλά έπρεπε να αποχαιρετήσω το προσχέδιο για το επίσημο πέταγμα του αετού μου. Όπως θα καταλάβατε, έχω μια δυσκολία στην πραγμάτωση του «όχι»σε λόγια, πράγμα πολύ κακό και άκρως καταπιεστικό για τον εαυτό μου. Είναι κι αυτό μέσα στα πράγματα που πρέπει να δουλέψω.

Εν πάση περιπτώσει η Καθαρά Δευτέρα είναι από τις αργίες που αγαπώ να αγαπώ. Δεν έχει τοίχους, δεν έχει τυπικές μαζώξεις γύρω από ένα «μη μου άπτου»τραπέζι, δεν έχει προκάτ συζητήσεις, δεν έχει χτενισμένες κυρίες, δεν έχει στραφταλίζοντα φορέματα, δεν έχει εγκλωβισμένες σκέψεις που θέλουν να διακτινίσουν την ύπαρξη σε ένα χωράφι με ανθισμένα ηλιοτρόπια.

Αντίθετα αυτή η καθαρή μέρα έχει φωνές. Φωνές ενηλίκων και παιδιών που μπερδεύονται γλυκά κάτω από έναν ουρανό, που-ό,τι χρώμα κι αν έχει τη συγκεκριμένη μέρα-εμείς τον βλέπουμε σαν μια πελώρια αγκαλιά που περιμένει να υποδεχτεί τον αετό μας. Αυτό το χάρτινο δημιούργημα με τα σχέδια και τις πολύχρωμες ουρές που μπλέκονται με τα μαλλιά μου κι ένα γλυκό αεράκι να τα μπερδεύει όλα μπροστά στα μάτια μου και να μπερδεύει και τις φωνές από ένα σωρό παρέες που έχουν-έστω για μια μέρα-τον ίδιο στόχο. Να αφήσουν τη ματιά τους να ταξιδέψει εκεί ψηλά, στο δρόμο για την ελευθερία της σκέψης. Μη φέρνετε αντίρρηση! Ακόμη κι αν δεν το έχετε σκεφτεί με τα δικά μου λόγια, είναι ελευθερία να έχεις το βλέμμα σου στραμμένο εκεί πάνω-για πολλούς είναι η μόνη μέρα του χρόνου που μπορούν να σηκώνουν το κεφάλι τους τόσο ψηλά-και η μοναδική σου σκέψη να είναι το ύψος που θα πρέπει να φτάσει ο αετός σου. Ο αετός σου, που στο μυαλό σου παίρνει τη σάρκα και τα οστά σου.

Η φωνή του στην άλλη γραμμή το ίδιο βραχνή όπως κάθε άλλη φορά. Σαν άντρας σε πόκετ σάιζ. «Λένα, θα έρθεις να πετάξουμε τον αετό μου;» Του εξηγώ εν τάχει πώς έχουν τα πράγματα και, σε αντίθεση με τους άντρες που του ρίχνουν 2-3 δεκαετίες, το δικό μου αντράκι αντιλαμβάνεται αμέσως πώς έχει η πραγματικότητα και έχει έτοιμη την εναλλακτική. «Δεν πειράζει. Θα τον πετάξω εγώ με τον παππού και μετά θα τον φυλάξω, για να τον πετάξουμε και μαζί. Θα πάμε εκεί στο βουνό, που έχει πιο καλό αέρα…»μου λέει και εγώ λιώνω. Δεν υπάρχει μεγαλύτερος έρωτας από αυτή τη φωνή σας λέω. Τη σκέφτομαι ανακατεμένη με τα ζουμερά φιλιά του, τις αγκαλιές του που μου θυμίζουν πόσο έχει μεγαλώσει, εκείνο το ξεκαρδιστικό του γέλιο  που με οδηγεί σε μία ευτυχία δίχως αύριο και όλα αυτά τυλιγμένα στις πολύχρωμες κορδέλες του αετού που εγώ μαζί του δε θα σταματήσω να πετάω, άσχετα με τις εποχές και τις γιορτές. Το πέταγμα του χαρταετού μας το έχω συνδυάσει με την ελευθερία, στην οποία έχουμε βουτήξει την ύπαρξή μας. Και αυτή την ελευθερία-όπως ατόφια μου την έδωσαν-θέλω να του τη μεταφέρω. Είναι κάτι σαν την οικογενειακή μας παράδοση.

Θα δουλέψω λοιπόν εγώ τη Δευτέρα, αλλά- όπως και να έχει-δε θα σταματήσω να χαμογελάω, γιατί απλά θα μεταφέρω τον επίσημο εορτασμό της λίγο παραπέρα και μάλιστα παρέα με το πιο αληθινό αντράκι που υπάρχει πάνω σε αυτά τα 510.065.284,702 km² που πατάω.



http://www.kristiboni.gr/2011-05-19-10-33-48/2011-05-19-14-19-59/569-i-episimi-ora-tou-xartaetou.html

Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2012

Ας παίξουμε…


-Έλα να παίξουμε ένα παιχνίδι.
-Πώς το λένε;
-Αγάπη!
-Και τι θα πρέπει να κάνουμε;
-Θα είναι σαν παραμύθι.
Στην αρχή θα με κοιτάς και θα χαμογελάς.
Θα κάνω εγώ πως δε σε είδα...
-Γιατί;
-Μη ρωτάς! Έτσι παίζεται!
Μετά θα με κυνηγήσεις. Θα τρέχω 
εγώ να ξεφύγω, μα όλο θα τριγυρίζω γύρω σου.
-Και τότε γιατί δε θα σε πιάνω;
-Μη με ρωτάς σου είπα! Έτσι πρέπει!
-Και μετά; 
-Μετά θα σε αφήσω να με ακουμπήσεις.
Θα μου χαμογελάσεις, θα σου χαμογελάσω κι εγώ
και τότε θα με έχεις ήδη πιάσει.
-Και μετά; Κέρδισα;
-Μη βιάζεσαι!
Μετά θα περπατάμε μαζί. Πιασμένοι από το χέρι.
Πρέπει και να χορέψουμε! Θα δείχνουμε ευτυχισμένοι...
Και τότε εσύ-ξαφνικά- θα μου αφήσεις απότομα 
το χέρι, για να με πονέσεις, και θα απομακρυνθείς.
-Και εσύ; Τι θα κάνεις εσύ;
-Εγώ θα κλάψω. Και θα πέσω κάτω.
Σαν να πεθαίνω...
-Δε θέλω να είμαι εγώ ο κακός στο παιχνίδι μας.
-Περίμενε! Θα σου αρέσει...
Μετά θα σηκωθώ. Θα είμαι θυμωμένη και
θα προσπαθώ να σε πονέσω κι εγώ.
-Γιατί;
-Επειδή πρέπει να πονέσεις κι εσύ!
Και να κλάψεις! Έτσι είναι το παιχνίδι...
-Και πώς θα το κάνεις αυτό;
-Δεν ξέρω...Ίσως μπήξω τα νύχια μου
εκεί που πονάς περισσότερο.
Πού πονάς περισσότερο;
-Δεν ξέρω...Μάλλον εδώ, στο στήθος...
-Ωραία, θα στοχεύσω στο στήθος σου.
-Και μετά; Κέρδισες;
-Μετά θα κλάψεις κι εσύ.
Θα πέσεις κάτω. Σαν να πεθαίνεις. 
Κι εγώ θα γελάω και θα κλαίω μαζί.
-Και ποιος κερδίζει;
-Κανείς. Αυτό το παιχνίδι δεν έχει νικητή.
Μόνο χαμένους! 
-Δε μου αρέσει το παιχνίδι σου. 
Μου θυμίζει πόλεμο. Δεν παίζω.
-Κι όμως! Θα σου αρέσει, αρκεί να το δοκιμάσεις.
Και μετά θα θέλεις να το ξαναπαίζεις συνέχεια.
-Όχι, σου είπα! Δε μου αρέσει ο πόνος.
Θέλω να γελάω...
-Έτσι είναι αυτό το παιχνίδι.
Μόνο στην αρχή γελάς. Μετά θα πονάς...
Έλα, παίξε μαζί μου!
-Καλά...
-Είδες; Ποτέ, κανείς δεν μπορεί να αντισταθεί...

Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2012

Γερνάνε οι πλατείες;




Γερνάνε οι πλατείες; Μη που πείτε «όχι», γιατί εγώ είδα σήμερα την Αριστοτέλους, κάπου εκεί κατά τη μία το βράδυ, να μοιάζει με ογδοντάχρονη κυρία που ντύθηκε εκείνα τα μαύρα των παραδοσιακών γιαγιάδων που πενθούν.

Τι μπορεί να πενθεί μία πλατεία;

Το χαμό των ζωντανών ημερών της; Τη θυμήθηκα τότε, που υπέφερε με χαρά το ασταμάτητο «πέρα-δώθε»στα βρόμικα πλακάκια της. Τότε που ήταν νέα και ωραία, και ξημεροβραδιαζότανε με ποτά και σφηνάκια στην υγειά των «λεφτών που υπήρχαν».Απόψε την είδα στο νεκρικό κρεβάτι, και πού χρήματα για κηδείες!  Ένας επικήδειος που είναι και τζάμπα, και μέχρι εκεί.

Τα βήματα αυτοβούλως καταλήγουν στη στάση του λεωφορείου-για ταξί ούτε λόγος. Ας μείνει και κάποιος στην πλατεία, για να μη νοιώθει έντονη τη μοναξιά της. Τα βήματα βιαστικά. Μην τυχόν και μας πλακώσει το θανατικό. Στο λεωφορείο υπάρχει ζωή. Άνθρωποι κάθε ηλικίας με προορισμό τα ασφαλή κελιά μας. Μακριά από τον άλλο. Τον όποιο άλλο. Απέναντί μου ένα ζευγάρι μεσηλίκων χαριεντίζεται, όπως τα σπουργίτια στα κλαδιά του Απρίλη. Μου φαίνεται ότι ήρθε πρόωρα η άνοιξη μέσα στο μουντό λεωφορείο. Τους κοιτάζω και θαυμάζω το θάρρος τους να φέρονται και να άγονται σαν ερωτευμένοι. Μαθήματα που-κατά την παράδοσή τους-απουσίαζε η γενιά μου. Την κοπάνισε, για να βγει στην αγορά για τα τελευταία trend της diesel.

Τα υπόλοιπα χέρια στο λεωφορείο με ένα κινητό συντροφιά. Τα κινητά συντροφεύουν τα κενά χέρια, μα τα κενά βλέμματα χάνονται στο νόημα. Ζωή; Δεν ξέρω. Θέμα για έκθεση ιδεών πιστεύουμε. Οι αλήθειες μακριά και οι σχολές γεμίζουν με αποτυχόντες, μιας και το θέμα της έκθεσης ήταν πολύ μακριά από την πραγματικότητά μας.

 Το μυαλό μου παράξενο. Γίνεται κάτι σαν το γύρο του θανάτου. Σκέψεις εμβόλιμες στριφογυρίζουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα και πότε πότε ο αναβάτης εκσφενδονίζεται και  ξεπετάγεται από το στόμα μου. Επικίνδυνες εκείνες οι στιγμές, γιατί οι άνθρωποι δεν αγαπούν τα λόγια. Χάνεται η επικοινωνία σας λέω. Πνίγονται οι αλήθειες στη σκιά των φόβων. Πνίγομαι κι εγώ με τις κλωστές που τυλίγουν το λαιμό μου στην προσπάθειά μου να ζεσταθώ. Πνίγομαι με τις κλωστές και τις τεχνητές αλήθειες. Με πνίγει ο χειμώνας. Με πνίγει το γκρίζο και η μουντάδα. Του καιρού; Των ανθρώπων; Είμαι παιδί του καλοκαιριού εγώ. Θέλω ήλιο, χρώματα και φωνές. Τα σφαλιστά στόματα με τρομάζουν. Με τρομάζουν και τα αυτιά που κλείνουν στις φωνές της ψυχής.

 Σκέφτηκα στιγμιαία να κατέβω και να πάω να του δώσω ένα φιλί. Γιατί πάντα το «θέλω» της ψυχής έχει σημασία. Μα αυτό το «πριν» είναι το μοναδικό που φοβάμαι να ρισκάρω στο βωμό του «μετά». Του δικού μας «μετά» και της αγκαλιάς που αρνούμαι να απαρνηθώ. Ο Ιούδας δεν έχει θέση στο δικό μας «εμείς». «Τα κοκόρια θα αργήσουν να λαλήσουν» μου ψιθυρίζει το διαβολάκι στο δεξί ημισφαίριο του εγκεφάλου μου. Μα εγώ πάντα θα τα τσιγκλάω μήπως και ξημερώσει μια ώρα αρχύτερα. 

Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2012

Ατελές αριστούργημα

Κλείνω τα μάτια και είσαι πάλι εκεί.
Σαν κάποιος να σε ζωγράφισε με χρώματα ανεξίτηλα μέσα στα μάτια μου.
Νομίζω ότι πριν από καιρό ο Τσαρούχης τρύπωσε κρυφά στο δωμάτιό μου
και φιλοτέχνησε τη μορφή σου...και εκείνο το λευκό καπέλο.
Για καμβά χρησιμοποίησε το εσωτερικό των βλεφάρων μου.
Τα πινέλα του σου έδωσαν ζωή, καθώς χόρευαν στους ρυθμούς μιας
τρελής δημιουργίας.
Έντονα χρώματα έντυσαν την καρδιά μου.
Αυτή η πρωτόγνωρη ευτυχία τάραξε τις ισορροπίες μου.
Βίαια με ξύπνησε από έναν περίεργο λήθαργο.
Άνοιξα με δυσκολία τα βαριά μου βλέφαρα.
Τα χρώματα ήταν ακόμη νωπά και
κύλησαν από τα μάτια μου.
Η μίξη των χρωμάτων γέννησε ένα μελαγχολικό γκρι
και σκέπασε το πρόσωπό μου.
Αυτή η βίαιη υποχρέωσή σου να ωριμάσεις μέσα μου...
να στεγνώσει γρήγορα το πορτραίτο σου στα μάτια μου,
είχε ως αποτέλεσμα να μοιάζει το έργο του ζωγράφου
με προχειροδουλεμένο αριστούργημα.

Αυτό το ατελές έργο αντικρίζω με νοσταλγία,
κάθε που οι κόρες των ματιών μου
συναντάνε το εσωτερικό των βλεφάρων μου.

Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2012

Η επανάσταση στον αντίποδα της ζωής

Σήμερα λέω να μιλήσουμε για επαναστάσεις.

 Μη φανταστείτε ότι μ’έπιασε καμιά ξαφνική ιστοριολατρεία και θα αρχίσω να σας αναλύω εδώ τα αίτια της βιομηχανικής επανάστασης, αυτά ποσώς με ενδιαφέρουν. Οι προσωπικές επαναστάσεις είναι που στροβιλίζονται στο μυαλό μου αυτές τις μέρες.

Λοιπόν…

Τους άκουγα να μιλάνε για τα εφηβικά τους κατορθώματα, που οδηγούσαν τους γονείς τους σε απόγνωση και ήταν σαν να παρακολουθούσα αμίλητη(αυτό κι αν είναι περίεργο) το έργο που παιζόταν σε ένα λευκό πανί που θαρρείς πως είχαν στρώσει απέναντί μου. Μιλούσαν για κάτι μυστικές σαββατιάτικες εξόδους, που ξεκινούσαν πηδώντας από το παράθυρο του δωματίου τους , μιας και δεν έπρεπε να γίνουν αντιληπτοί από τους γονείς τους, που μασούσαν σαν τσίχλα τα «μην»και τα «δεν». Άκουγα για ομηρικούς καβγάδες που κατέληγαν σε κλειδωμένα δωμάτια και σε απεγνωσμένα ερωτήματα τύπου «τι έχει πάθει το παιδί μας;» Άκουγα για το ανικανοποίητο της εφηβείας και την απαξίωση των πάντων, γιατί τότε ανεκάλυπταν  την ύπαρξη των προσωπικών επιθυμιών, έναντι των «πρέπει» που τους επέβαλλαν. Άκουγα με προσοχή μασουλώντας τα φιστίκια που είχα πάρει ανά χείρας. Γρήγορα συνειδητοποίησαν το μη φυσιολογικό της σιωπής μου και άρχισαν να ρωτάνε για τις δικές μου επαναστάσεις στην εφηβεία.

Με κοίταξαν σαν εξωγήινο που δεν είχα ιστορίες επανάστασης να τους διηγηθώ. Που δεν κάπνισα κρυφά στις καβάντζες του σχολείου-έτσι για αντίδραση- και που δεν έγινα λιώμα από το ποτό, όταν πια φοιτήτρια μπορούσα να είμαι «ελεύθερη».

«Μα εγώ ήμουν πάντα ελεύθερη» τόλμησα να ξεστομίσω. «Δε χρειάστηκε ποτέ να επαναστατήσω. Δεν είχα λόγο». Κι εκεί ένοιωσα μια ικανοποίηση στα όρια ευγνωμοσύνης, για τη συνειδητοποίηση της στιγμής.

Δε λέω, απόλυτα σεβαστές οι επαναστάσεις και κρύβουν και ένα είδος γοητείας, αλλά προσωπικά με θλίβουν, γιατί για να πραγματωθούν προϋποθέτουν ένα καθεστώς καταπίεσης κι εγώ με την καταπίεση δεν τα πήγαινα ποτέ καλά. Θαρρείς πως έχω αλλεργία στους περιορισμούς και τις συμβάσεις. Αφήστε που νοιώθω πως η επανάσταση κρύβει στο ξεκίνημά της την έννοια της ήττας. Είτε την ήττα του καταπιεσμένου είτε  εκείνη του καταπιεστή. Ο πρώτος ηττήθηκε στο επίπεδο της διεκδίκησης των προσωπικών του επιθυμιών και επιθυμητών τρόπων διαβίωσης, ενώ ο δεύτερος ηττήθηκε στο επίπεδο του να καταφέρει να διατηρήσει την ισορροπία του ελέγχου. Ο καταπιεστής μεταφράζεται στο μυαλό μου σε άνθρωπο που δεν καταφέρνει να επικοινωνήσει και να υπερασπιστεί την ορθότητα των απόψεών του, κι έτσι καταφεύγει στην επιβολή τους, μέσω της καταπίεσης. Στο μυαλό μου οι επαναστάτες ντύνονται εκείνα τα γκριζοχακί ρούχα και το χαρακτηριστικό μπερέ στο κεφάλι. Ναι, η αλήθεια είναι πως, όταν μετουσιώνω τη σκέψη μου αυτή στην ύπαρξη του Τσε, νοιώθω ένα δέος και μια γοητεία, μα στην καθημερινή μου πραγματικότητα-συγχωρέστε με-αλλά θα προτιμήσω τα χρώματα. Τα παρδαλά ρούχα και τις πολύχρωμες μαντίλες στο κεφάλι. Τη δική μου ελευθερία.

 Έτσι λοιπόν προσπάθησα να αναλύσω στο κεφάλι μου τα αίτια της ανύπαρκτης  ανάγκης  μου για επανάσταση, εκεί στη μετάβασή μου από την παιδική ηλικία στην ενήλικη ζωή. Δεν ξέρω αν είμαι υπερβολική, αλλά τα συμπεράσματά μου τα βλέπω σαν οδηγό ανατροφής ελεύθερων ατόμων:

Δεν υπήρχαν λοιπόν τα απαγορευτικά μόρια «μην»και «δεν», που κατά κάποιο τρόπο μετατρέπουν το απαγορευμένο σε πρόκληση. Δεν υπήρχαν ρήματα σε έγκλιση προστακτική. Υπήρχαν όμως πολλές συζητήσεις. Υπήρχαν πολλές ιστορίες-τώρα που το σκέφτομαι, έμοιαζαν με παραβολές. Υπήρχαν τραγούδια που περνούσαν νοήματα. Υπήρχαν χαμόγελα. Υπήρχαν ερωτήσεις, για να καταλήξουμε στην πιο κατάλληλη αντίδραση ή συμπεριφορά. Ποτέ όμως προστακτική. Όχι, δε λέω πως είναι εύκολο αυτό. Μάλλον πρέπει να προηγηθεί ένα στάδιο προετοιμασίας αρκετά δύσκολο, για να καταφέρει κανείς να μην κάνει χρήση της προστακτικής και να εμπιστεύεται τις ζωές σε ελεύθερες ερωτήσεις. Κάπως σαν το αγρότη που πρέπει πρώτα να φροντίσει τη γη του με τις κατάλληλες μεθόδους και στη συνέχεια να προχωρήσει στη σπορά. Δεν ξέρω να σας πω λεπτομέρειες ή μάλλον θέλει ολόκληρες σελίδες για να σας τις εξηγήσω, αλλά το σίγουρο είναι πως το να είναι κανείς  πραγματικός παιδαγωγός είναι χάρισμα και δε μαθαίνεται απλώς από τις σελίδες των βιβλίων.

Προσωπικά λοιπόν κατέληξα πως είναι πολύ πιο όμορφο να μεγαλώνουμε «πολύχρωμα» και ελεύθερα παιδιά που χαμογελούν, από το να μεγαλώνουμε «δυνάμει» γκρίζους επαναστάτες. Οι επαναστάτες απορροφούνται εξαρχής από τα «πρέπει»που τους επιβάλλουν και στην πορεία από τα προσωπικά τους «πρέπει» που θα τους οδηγήσουν στην  αποτίναξη του ζυγού. Χάνουν χρόνο από την πραγματική ζωή. Εκεί καταλήγω.

Ας μάθουμε στα παιδιά απλώς να ζουν!  Και η ζωή από μόνη της πρέπει να εμπεριέχει την έννοια της ελευθερίας, να εμπεριέχει χρώματα, μουσικές και αγάπη. Το γκρίζο δε θυμίζει ζωή.

 Ας ζήσουμε λοιπόν!

Άλλαξες

Ειρωνεία.
Πειρασμός.
Μη γυρίσεις.
Δε γυρίζω.
Πόνος.
Δειλία.
Κλείνεις τα μάτια.
Τρόμος.
Τι;
Τίποτε.
Δεν έχει εικόνα ο τρόμος.
Ψέματα.
Έχει εικόνα ο τρόμος.
Τη δική σου.

Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2012

Ανίκανος για τα βράδια μου

Ήρθες ξένε,
διεκδικητή του τίποτε και 
πάντα σ'αυτό κερδισμένε.
Ήρθες και, με ύπουλα τεχνάσματα, 
μου κούνησες το χέρι.
Λυσσασμένα βράδια κλείνουν τώρα
τις μέρες μου
Κι εσύ ανίκανος να τα δαμάσεις.
Κρατάω πάντα εγώ το λουρί.
Κρατάς κι εσύ-όπως κάποιοι μου ψιθυρίζουν-
το μυαλό σου σε αεργία.
Τόσο που μοιάζει με τρύπιο τυρί.
Σε ντύνω, σε στολίζω 
και σε στήνω στο κέντρο 
μιας αηδίας που ένοιωσα
-τι τυχερός!-
μόνο για σένα.