Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2014

Μία από αυτούς που λείπουν




Συνήθως δε θυμάμαι τα όνειρα του ύπνου μου.
Όμως τώρα, όπως κάθομαι εδώ και ξεφυλλίζω τις ηλεκτρονικές σελίδες, σαν φλασιές περνάνε από το μυαλό μου στιγμιότυπα από το χτεσινοβραδινό ταξίδι της σκέψης μου. Περνάνε τόσο γρήγορα που πάλι δεν μπορώ να τα συλλάβω πραγματικά. Καταφέρνω να τσακώσω στιγμές.

Γλυκιά ζέστη.
Μια κόκκινη μπαντάνα να ανεμίζει ελαφρώς.
Ένα γεμάτο φεγγάρι.
(“Να 'ναι Αύγουστος;” αναρωτιέμαι.)
Το πρόσωπο ενός μεσήλικα με μακριά μαλλιά μου χαμογελάει. Ακόμη πιο σπάνια θυμάμαι πρόσωπα στα όνειρα μου. Καμία παράξενη αίσθηση. Νοιώθω απίστευτα εξοικειωμένη που μιλάω με το Νίκο Παπάζογλου. Πολλά κενά στο διάλογο, αλλά θυμάμαι να του ζητάω να παίξει τη “γιαγιάκα”. Από εκεί και πέρα καμιά εικόνα δεν μπορώ να θυμηθώ.

Ταλανίζω το κεφάλι μου να καταλάβω ... “Άλλη μια απόδειξη της κουλαμάρας μου;” αναρωτιέμαι.
Ξανακούω το τραγούδι.
Ταυτίζομαι κομματάκι.
Είμαι εγώ η γιαγιά που εξαναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον τόπο της;
Μαγειρεύω ελληνικά και σκέφτομαι πως όλα μακριά από τον αέρα της Ελλάδας είναι άοσμα και άγευστα.
Σκέφτομαι πως είμαι η Καρυάτιδα που λείπει από τη θέση της. Κάποιοι υποστηρίζουν πως η Καρυάτιδα είναι καλύτερα προστατευμένη στο λονδρέζικο μουσείο. Εγώ σου λέω πως μπαίνοντας στον ελληνικό εναέριο χώρο νοιώθω την καρδιά μου να χτυπάει, όπως χτυπούσε τα αυγουστιάτικα απογεύματα που άνοιγα τα δώρα των γενεθλίων μου. Όπως χτυπούσε όταν τον έβλεπα να περπατάει τα βράδια γύρω στις 11. Όπως χτυπάει όταν κάνω το πρώτο μου καλοκαιρινό μπάνιο.

Μπορεί να ακούγεται γραφική η νοσταλγία, αλλά όταν το “εκεί” είναι οξυγόνο, κανείς δεν έχει λόγο να κρίνει τον τρόπο που προτιμάς να αναπνέεις.

Εκατοντάδες, χιλιάδες σύγχρονες Καρυάτιδες-ανεξαρτήτου γένους-κυκλοφορούν εκτός συνόρων και ξέρω πώς νοιώθουν. Δεν πιστεύω πραγματικά στην αμυντική γκρίνια για την κόλαση που άφησαν πίσω τους. Σκέφτομαι πως και η κόρη που βρίσκεται στο λονδρέζικο μουσείο στέκεται αγέρωχη και δεν καταστρέφεται από την ξενιτιά της, αλλά, εσείς που ξέρετε, σκεφτείτε πόσο διαφορετικό θα μπορούσε να είναι το σημείο από το οποίο λείπει στο Μουσείο της Ακρόπολης.

Όχι, δεν είναι ανόητη η νόστος. Ούτε εκμηδενίζει τα ωραία του παρόντος. Παντού υπάρχουν ψήγματα ομορφιάς και ευτυχισμένες στιγμές, αλλά για τον Έλληνα πατρίδα θα είναι πάντα ο ουρανός, η θάλασσα, τα καλοκαιριάτικα απογεύματα, ένα κομμάτι ψωμί με τυρί, μια ντομάτα από έναν κήπο, η οικογένεια που δεν μπορεί να μείνει σοβαρά σιωπηλή γύρω από ένα τραπέζι, οι φίλοι που γελάνε σε μια παραλία, η σοκοφρέτα ΙΟΝ, η “Μυρτώ” λεμόνι που βάζαμε μικροί.

Τα αρνητικά τα διαγράφω.
Τα διαγράφω, γιατί έτσι γουστάρω.
Τα διαγράφω, βάζω δυνατά αυτό και απορώ τι να σκέφτονται οι διπλανοί που με βλέπουν να χαζοχορεύω σαν την τρελή!

Λένα Δεληγιορίδου

Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2014

Η εποχή της νοσταλγίας



Πρωινό ξύπνημα χωρίς παιδικές φωνές.
Η καθημερινότητα ντύθηκε πάλι τον ήχο της αφύπνισης του κινητού. Οι εποχές που τα ξυπνητήρια-υπό τη μορφή ρολογιού-καμάρωναν στα κομοδίνα έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Ώρες ώρες νομίζω πως ζω στην εποχή της νοσταλγίας.

Έξω αρχίζει να ξημερώνει.
Πίσω από τους ατμούς του αχνιστού μου καφέ βλέπω κάτι ασημοροδίζοντα σύννεφα που κινούνται με ταχείς ρυθμούς. Επηρεασμένη από την άποψή μου για την εδώ νοοτροπία, σκέφτομαι τι να θέλουν άραγε να προλάβουν. “Μα τρελάθηκες; Είναι σύννεφα!” μου ψιθυρίζει εκείνη η φωνή που μόνο εγώ ακούω.

Πέρασαν οι γιορτές.
Κι εγώ δεν είμαι από εκείνους που αγαπούν να μελαγχολούν τα Χριστούγεννα. Μου αρέσουν όλα αυτά τα φώτα και τα λαμπερά χρώματα. Μου αρέσουν οι άνθρωποι που μοιάζουν με παιδιά και που έστω για κάτι κλάσματα του δευτερολέπτου πιστεύουν στον Άγιο Βασίλη.
Εγώ πάλι μέσα σε όλα αυτά τα φώτα αγαπώ να νοιώθω σαν τη Ζωζώ Σαπουντζάκη που σημαιοστολισμένη πετάγεται σε φωταγωγημένες πίστες. Έτσι βλέπω τον κόσμο τα Χριστούγεννα. Σαν μια φωταγωγημένη πίστα. Όπως δηλαδή θα έπρεπε να είναι.
Θυμάμαι κάτι Χριστούγεννα που στόλιζα το στούντιο που νοίκιαζα στην Ιπποδρομίου στην πιο κιτς χριστουγεννιάτικη εκδοχή και το καταευχαριστιόμουν. Τότε που ορδές φίλων, γνωστών και γκόμενων χτυπούσαν απροειδοποίητα τα κουδούνια όλες της ώρες της μέρας και της νύχτας. Τότε ήταν που σκέφτηκα ότι το σπίτι μου είναι κάτι σαν μόνιμα εφημερεύον και διανυκτερεύον οδοντιατρείο στην πιο ευχάριστη έκδοση.

Οι καιροί άλλαξαν.
Τα κουδούνια σώπασαν. Οι φίλοι μείωσαν τις κουβέντες. Μόνο το κεφάλι δε λέει να ηρεμήσει. Σαν καλοκουρδισμένη μηχανή στροφάρει εκατομμύρια φορές το λεπτό. Τόσο που αναρωτιέμαι έντρομη για τα όρια της παράνοιας. Μετά σκέφτομαι εκείνο που λένε, πως η ευφυΐα απέχει ένα τσικ από την παράνοια και ηρεμώ. “Υπερβολικά ευφυής!” σκέφτομαι και δίνω μια νοερή κλωτσιά σε ό,τι πρόστυχα θέλει να ξεκλέψει χρόνο και χώρο από την έτσι κι αλλιώς πολυάσχολη σκέψη μου, που είναι φτιαγμένη για φιλοσοφικές αναζητήσεις.

Οι γιορτές πέρασαν.
Έξω ξημέρωσε για τα καλά. Στο κινητό βάζω αγαπημένο τραγούδι και ονειρεύομαι καλοκαίρια και πολύχρωμες μαντίλες στα μαλλιά.
Οι καιροί άλλαξαν.
Κι εγώ υπόσχομαι στον εαυτό μου να μου πάρω ένα παλιό ραδιόφωνο.