Τετάρτη 13 Ιουλίου 2011

Είσαι πια τόσο δικιά μου…μοναξιά

Κάθεται απέναντί μου. Στο χέρι της κρατάει την κούπα με το ζεστό καφέ. Είναι βράδυ, έχει σταματήσει το ποτό και τώρα τα βράδια πίνει καφέ. Τυλιγμένη στη φούτερ αθλητική της ζακέτα με κοιτάζει με εκείνο το γαλήνιο βλέμμα, που κρύβει αγάπη και μοναξιά μαζί. Τη θυμάμαι τότε, που ήμουν τόσο δα παιδάκι, τότε που με έπαιρνε αγκαλιά και κάναμε παιχνίδια. Την ίδια τρυφερότητα διακρίνω ακόμη στις κινήσεις της κι ας έχω να τη δω καιρό.
Έτσι όπως μπαίνει το φως-της μεγαλύτερης πανσελήνου των τελευταίων ετών-από το παράθυρο που βρίσκεται απέναντί της, ρίχνεται επάνω στα βουρκωμένα μάτια της που με κοιτάνε, αλλά δεν ξέρω αν με βλέπουν. Την παρακολουθώ. Βλέπω τις συσπάσεις του προσώπου της, μα δε μιλάω. Ποτέ δεν τη ρωτάω. Πάντα-όταν πρέπει, όταν το έχει ανάγκη-μου καταθέτει μόνη της τα βαθύτερα των σκέψεών της.
Έτσι και σήμερα. Κοιτάζει απέναντι, έξω από το παράθυρο, εκεί που το φως συναντάει το μακρύ σκοτάδι…και μου μιλάει.
«Θυμάμαι όταν γεννήθηκες…ήταν τέλη καλοκαιριού. Η ζέστη είχε αρχίσει να υποχωρεί και πλέον ήταν γλυκιά. Θαρρείς πως χάιδευε το δέρμα μου. Είχα συνεχώς το νου μου στο τηλέφωνο. Περίμενα τον ερχομό σου με τέτοια λαχτάρα, όπως περιμένει το παιδί το πρώτο του ποδήλατο…Όταν χτύπησε, το μυαλό κόντεψε να ανατιναχτεί στο κεφάλι μου. Τόσες σκέψεις ήταν αδύνατον να χωρέσουν εκεί μέσα. Προσπαθούσα να σε φανταστώ, να σε σχεδιάσω στο νου μου. Ονειρευόμουν τα παιχνίδια μας, να σου μαθαίνω πράγματα, να σε βλέπω να μεγαλώνεις…Τόσα πολλά όνειρα...Σε αγάπησα χωρίς να το καταλάβω. Ίσως γιατί μου θύμισες τον τρόπο να ονειρεύομαι…Θυμάμαι τη γιαγιά σου να μου λέει: «Κοίτα να κάνεις δικά σου παιδιά, αυτό όταν μεγαλώσει δε θα ‘ναι πια τόσο δικό σου». Σαν κι εσένα κανένας σκεφτόμουν εγώ-κι ακόμη δηλαδή αυτό σκέφτομαι!», και με το τρεμάμενο χέρι της μου χάιδεψε το μάγουλο.
«Ξέρεις όταν ήμουν παιδί, ήθελα να διαβάζω. Σκεφτόμουν πώς θα σπουδάσω, πώς θα πετύχω. Μεγάλωνα μέσα σε βιβλία και χαρτιά. Τόσο χαρούμενη! Όχι πώς δε ζούσα τη ζωή! Αντιθέτως, ήμουν από τα παιδιά που έζησαν περισσότερο, που βγήκαν, που έπαιξαν, που διασκέδασαν. Δεν ήμουν …-πώς το λέτε; - “φυτό”!» και τα χείλια της έσπασαν σε ένα νοσταλγικό χαμόγελο. «Απλώς, να! , από μικρή είχα βγάλει από το μυαλό μου τη σκέψη της οικογένειας. Τόσο διαφορετική από τη μαμά σου, κι ας μεγαλώσαμε με τον ίδιο τρόπο. Ο χαρακτήρας είναι προσωπική υπόθεση τελικά». Ένοιωσα έναν κόμπο στο λαιμό μου, χωρίς να ξέρω το γιατί. Εκείνη ήπιε μια γουλιά από τον καφέ της και συνέχισε: «Δεν ήθελα οικογένεια, παιδιά, υποχρεώσεις. Ήθελα να ασχοληθώ με τη δική μου ζωή. Να την οδηγήσω προς την επιτυχία… Ξέρεις, όταν είσαι μικρός, η επιτυχία παίρνει άλλες διαστάσεις και ακολουθεί άλλους κανόνες στο μυαλό σου. Για μένα ποτέ δε θα ήταν επιτυχία και ευτυχία η οικογένεια. Έτσι σκεφτόμουν. Είχα περισσότερες ικανότητες και δυνατότητες από αυτό. Έτσι πίστευα. Θα έφτανα μακριά, και όχι στη στασιμότητα με την οποία είχα συνδέσει στο μυαλό μου την οικογένεια. Εξάλλου οικογένεια είχα, και ήμουν πολύ ικανοποιημένη από αυτήν. Έτσι αφιερώθηκα στη δική μου ζωή. Σε μένα και στις εμπειρίες μου. Για κάποιο λόγο πίστευα πως όσο πιο πολλά ζήσω και όσα λιγότερα συναισθήματα αισθανθώ, τόσο πιο ευτυχισμένη θα γίνω. Έτσι σκιαγράφησα την ευτυχία στο μυαλό μου και προσπαθούσα με τις εμπειρίες μου να γεμίσω το σκίτσο. Πάντα πίστευα ότι ο δρόμος μπροστά μου είναι φαρδύς και όμορφα ατελείωτος. -Έχεις χρόνο για όλα!-πάντα έτσι έλεγα στον εαυτό μου. Δεν έχεις ανάγκη κανένα. Εσύ μπορείς, όπως μπορούσες πάντα! Ο παππούς σου μου έλεγε πάντα πως είμαι δυνατή και πάντα μπορώ μόνη μου…λες και με στοίχειωσε αυτή του η φράση. Ξέρεις όμως, τα χρόνια περνάνε πολύ γρήγορα, και κάποια μέρα ξυπνάς μόνος σου και…δεν μπορείς…Δεν μπορείς να την αντέξεις τη μοναξιά, όσους ανθρώπους και αν έχεις γύρω σου. Τώρα-ίσως για πρώτη φορά- αναγνωρίζω τη σοφία της γιαγιάς σου, που μου έλεγε πως η μοναξιά είναι αρρώστια. Και ας την κοιτούσε ειρωνικά ο παππούς σου, κάθε που το ξεστόμιζε. Τώρα το καταλαβαίνω! Τώρα, που σε κοιτάζω και που σκέφτομαι πως έχω να σε δω κοντά 3 μήνες…Σε ονειρεύομαι όμως…τα βράδια όταν μιλάω με τη μάνα σου στο τηλέφωνο και μου λέει τα νέα σου. Μεγάλωσες αγάπη μου…δεν μπορώ να σε πάρω πια στα πόδια μου και να παίξουμε το αεροπλανάκι…μεγάλωσες! Τώρα κατάλαβα πως δεν είσαι πια τόσο δικός μου…Τώρα που ήρθες με αυτή την πανσέληνο…και ποιος ξέρει πότε θα ξανάρθεις…»

…και ένοιωσα λες και με πήρε πάλι στα δυνατά της πόδια και παίξαμε αεροπλανάκι, μα τα πόδια της λύγισαν απότομα και βρέθηκα στο κρύο πλακάκι, κι εκείνη από πάνω να μου φιλάει το κεφάλι…


Δευτέρα 11 Ιουλίου 2011

07:18 πρωινή

07:18 το πρωί.
Δικιά σου ή δικιά μου, δεν έχει σημασία.
Νομίζω πως άκουσα το ξυπνητήρι.
Άνοιξα τα μάτια.
Νομίζω πως σε είδα αγουροξυπνημένο δίπλα μου.
Η μεριά σου στο κρεβάτι, θαρρείς πως έπαιρνε το σχήμα του κορμιού σου.
Το πρωινό μου είχε πάλι τη γεύση σου.
Σηκώθηκες αργά, σχεδόν νωχελικά.
Θεέ μου, είχα ξεχάσει πόσο ψηλός είσαι...
Και μαζί με σένα ξύπνησε και ο χορός των-βίαια- παραγκωνισμένων αναμνήσεων.
Θαρρείς πως βγάλαμε τα άλμπουμ των στιγμών μας και τα ξεφυλλίζαμε κρυφά,
μαζί με τον πρωινό καφέ μας.
Πονάς μου λες,και το ξέρω.
Μα όταν οι ζωές μας επιβάλλονται, πρέπει να μάθουμε να συμφιλιωνόμαστε με τον πόνο.
Ξέρω πως ο πόνος σου μου μοιάζει.
Ξέρω πως του έδωσες το χαμόγελό μου
...και ίσως ενίοτε και ο δικός μου να μοιάζει σε σένα.
Μόνο που ο δικός μου δεν έχει χαμόγελο.
Εγώ έμαθα να στέκομαι απέναντι στον πόνο μου και να τον πολεμάω.
Το ξέρω τώρα, που, ενώ βλέπω το σχήμα σου στα σεντόνια μου, δεν το αναγνωρίζω.
07:18 πρωινή. Ξέχασες να ξυπνήσεις...