Σάββατο 24 Μαρτίου 2012

Lollipop στη διάθεση


 

Αν υποθέσουμε ότι η σκέψη έχει ένα σωρό δωματιάκια που επικοινωνούν μεταξύ τους με κάτι ανοίγματα από τα οποία κρέμονται υφάσματα, ο ήλιος που βγήκε αυτές τις μέρες έχει τρυπώσει μέσα από τις ίνες και έχει ρίξει φως σε όλα αυτά τα δωμάτια. Έτσι μπερδεμένες σκέψεις ξεφυτρώνουν η μία μετά την άλλη στα ημισφαίρια του εγκεφάλου. Ένα περίεργο συνονθύλευμα, που -αν δεν το έχεις συνηθίσει-μπορεί να σε βάλει και σε προβληματισμούς για το πόσο καλά στέκεις.

Προχωράω στη-γεμάτη από κόσμο-Τσιμισκή και παρατηρώ ανθρώπους, βιτρίνες, αδέσποτα σκυλιά, που νομίζω ότι κάπως τα μοιάζω. Σουλατσάρουν πέρα δώθε χωρίς κανένα σκοπό. Μοναδικό τους μέλημα το τώρα. Να κάνουν μερικά βήματα που θα τα ευχαριστηθούν. Το πού θα καταλήξουν σε μία ώρα, άγνωστο. Μήπως κι εσείς που το προγραμματίζετε, ξέρετε πού θα σας βγάλει ο δρόμος; Και πόση σημασία μπορεί να έχει το τέλος, μπροστά στη μαγεία της διαδρομής; Εξάλλου και η Ιθάκη είναι σημαντική, μόνο επειδή ο ταξιδιώτης πέρασε από τους Λαιστρυγόνες και τον Κύκλωπα και ξάπλωσε πάνω στα στήθη μιας κάποιας Καλυψώς . Ασυναίσθητα μετράω τα βήματά μου πάνω στο πεζοδρόμιο. Κάπου στα 8 χάνω πάντα το λογαριασμό. Βαριέμαι τα μετρήματα.

Γυρίζω το βλέμμα μου τυχαία στη βιτρίνα ενός καταστήματος και αναρωτιέμαι ποια άραγε θα φορούσε αυτά τα πλουμιστά ρούχα που κρέμονται πάνω στις-είναι θλιμμένες ή μου φαίνεται;-κούκλες. Στη σκέψη μου παρεμβάλει η φωνή της γκόμενας που στέκεται δίπλα μου και δείχνει με ενθουσιασμό το στρασοφόρο φόρεμα στην μονοζυγωτική φίλη της. Σκούζουν παρέα για το υπέροχο του πράγματος. Σκούζω κι εγώ κάπως εσωτερικά για το γούστο τους κι αρχίζω να ακούω εκείνες τις σειρήνες στο κεφάλι μου, που θα έπρεπε να ειδοποιούν αυτόματα την αστυνομία της μόδας.

Ένα κοριτσάκι περνάει από δίπλα μου κρατώντας σφιχτά το χέρι της μαμάς του. Πάει καιρός που κρατούσα το χέρι της και δε θυμάμαι την αίσθηση. Όμως η αίσθηση της ανάγκης καλά κρατεί στη συνείδησή μου. Χαμογελάω κάπως, καθώς σκέφτομαι πως, κάθε φορά που κάνω την προσπάθεια να χωθώ στην αγκαλιά της, την πιάνουν τα γέλια, στέκεται σαν παγοκολόνα και στο επόμενο βήμα με σπρώχνει, καθώς οι λέξεις «ολόκληρη γαϊδούρα έγινες…»πνίγονται στα γέλια μας. Βαριά η κληρονομιά, αλλά την καλοδέχτηκα, και έτσι κάπως παγώνουν και τα δικά μου χέρια στις αγκαλιές. Λες και κρέμονται παράλυτα στο-κατά τα άλλα-ζωντανό μου σώμα. Το κοριτσάκι πάντως θα μπορούσα να ήμουν εγώ. Φοράει ένα φουξ φόρεμα και κίτρινα παπούτσια. Στα μαλλιά της είναι μπερδεμένα τα λαχανί της γυαλιά.

Έξω από ένα καφέ μια παρέα ανδρών συζητάει για την εκλογή Βενιζέλου. Υπάρχουν λοιπόν άνθρωποι που ασχολούνται ακόμη με αυτούς!  Ναι, το ξέρω. Υπάρχουν. Υπάρχουν και συνυπάρχουμε. Ένα ασταμάτητο «μπλα μπλα» σε έντονους τόνους φτάνει στα αυτιά μου. Βρίσκω πιο ενδιαφέροντα το freddo που βρίσκεται πάνω στο τραπέζι τους. Όχι, δεν είναι πως δεν έχω άποψη για τα πολιτικά πράγματα της χώρας, αλλά επιλέγω να μην ασχολούμαι με αυτούς που δεν ασχολούνται με εμένα. Με εσένα. Με εμάς. Εξάλλου δεν έχω άλλα χρήματα για να δώσω. Τα τελευταία μου τα έδωσα για εκείνο το ριγέ φορεματάκι που αγόρασα το μεσημέρι. Κι ενώ εκείνοι συζητούν το πώς θα είναι ο επίτιμος καθηγητής Νομικής ως πρόεδρος του κόμματος, εγώ σκέφτομαι πως θέλω να συνδυάσω το φόρεμα με τα γκρι σταράκια. Πολύ πιο δημιουργικός μου φαίνεται ο προβληματισμός μου…

Καθώς περπατάω..
Οι φούρνοι της πόλης τον τελευταίο καιρό λανσάρουν με μανία τα κριτσίνια βουτηγμένα σε σοκολάτα. Είναι το νούμερο ένα προϊόν πίσω από τα τζάμια τους. «Μάλλον για να απενοχοποιήσουν τις τύψεις για τις θερμίδες της σκούρας κυρίας», σκέφτομαι. Εγώ πάλι της έχω αναγνωρίσει από καιρό την ιδιότητα του αθώου. Εξάλλου έχουμε ξαναπεί πως δεν παχαίνουν αυτά που τρώμε, αλλά οι τύψεις που έχουμε, επειδή τα φάγαμε. Παρ’ όλα αυτά εγώ προτιμώ τα παξιμάδια που κρύβουν μέσα τους αποξηραμένα φρούτα. Τη σοκολάτα την προτιμώ ατόφια. Όπως ατόφια και αυθεντικά, χωρίς καλύψεις και στρουθοκαμηλισμούς, προτιμώ και τα πράγματα της ζωής μου.

Ο ήλιος θαρρείς πως κάθεται πάνω στις μαύρες μου μπούκλες και μου ξυπνάει μια διάθεση για εξορμήσεις. Προς το παρόν τη βάζω στην άκρη-για τις επόμενες μέρες τουλάχιστον-μιας και ο χρόνος σαν να με πιέζει. Ονειρεύομαι όμως πικ-νικ σε γρασίδια. Ονειρεύομαι τα παξιμάδια που λέγαμε και έναν κρύο καφέ και να απλώνω τα πόδια μου-που δεν πιάνουν και πολύ χώρο ομολογουμένως-πάνω σε πρασινάδες. Τώρα, αν εσείς έχετε διάθεση για πιο οργανωμένα πράγματα, δε θα πω όχι. Μόνο ήλιο και πικ-νικ ζητάω. Δε θέλω συμβατικά καρό τραπεζομάντιλα. Αλλά μια εφημερίδα για να μην ενοχλώ την ηρεμία του δίπλα, που ίσως θέλει να ρεμβάσει, υπόσχομαι πως θα την πάρω. Θυμάμαι ένα καλά οργανωμένο πικ-νικ στα Πλατάνια του χωριού μου, που έμεινε στα σχέδια όταν ήμουν γύρω στα 6-, επειδή η συνοδός-ενήλικη στραβοπάτησε λίγο πριν ξεκινήσουμε και έσπασε το πόδι της. Καταλαβαίνετε λοιπόν το απωθημένο του πράγματος…

Πόση ώρα περπατάω; Έχω φτάσει σχεδόν στη γειτονιά μου και κάτι μελωδίες μπερδεμένες στριφογυρίζουν στο μυαλό μου. Ο χειμώνας του Leonard Cohen συναντάει τον καλοκαιρινό ρυθμό του Monsieur Minimal. Αγαπώ τον πρώτο, αλλά κάνω αντιγραφή και επικόλληση στη διάθεσή μου το δεύτερο. Τιμής ένεκεν, μιας και ο «μικρός κύριος» είναι συντοπίτης.

Σας φιλώ.

Δευτέρα 12 Μαρτίου 2012

Βαρέθηκα (όπως λέει και ο Άσιμος)


Σήμερα άνοιξα το παράθυρο μου και σαν να είδα κάτι τόσες δα ακτίνες ήλιου να παραβιάζουν το βλέμμα μου.
Ανάσα ανακούφισης. Δεν αντέχω τη μούχλα. Τη μούχλα του καιρού. ..Τη μούχλα των ανθρώπων. ..
Βαρέθηκα αυτή τη μόνιμη υγρασία αυτής της πόλης. «Εσύ βαριέσαι γενικά και τα πάντα…»θα μου πεις εσύ που με ξέρεις. «Βαριέσαι οτιδήποτε δε σε αφήνει να είσαι ο εαυτός σου…», ίσως συμπληρώσεις-αν με ξέρεις καλά.
Βαριέμαι τα βαλτωμένα. Βαριέμαι τα πράγματα που τα κινώ και δεν κινούνται. Σαν μια ρόδα βουλιαγμένη στην άμμο της παραλίας. Πατάς το γκάζι. Περιστρέφεται. Γυρνάει σαν μανιασμένη, αλλά πάντα στάσιμη στο ίδιο μέρος. Βαριέμαι την ακινησία. Την αδράνεια. Θέλω προσπάθεια, δράση, κίνηση.
Βαρέθηκα να μιλάω και να μην ακούγομαι.
Βαρέθηκα να κοιτάζω και να κάνω πως δε βλέπω.
Βαρέθηκα να ακούω, επειδή απλά δεν υπάρχει άλλος, για να ακούσει.
Βαρέθηκα τα μάτια που δεν μπορούν να κοιτάξουν στα μάτια.
Βαρέθηκα τα ψέματα, για να σωθούν τα τομάρια τους.
Βαρέθηκα και τις αλήθειες που δε σέβονται την ανθρώπινη ύπαρξη.
Βαρέθηκα τα χέρια που ψάχνουν μέσα στο σκοτάδι να στηριχτούν κάπου, αλλά αδυνατούν να στηρίξουν.
Βαρέθηκα τα κενά-δίχως νόημα-λόγια.
Βαρέθηκα να τεντώνομαι, για να φτάσω το κουτάκι με το τσάι βανίλιας, επειδή αρνούμαι να ζητήσω βοήθεια.
Βαρέθηκα να κουβαλάω εκείνο τον πελώριο σάκο για το ταξίδι, απλά επειδή δε θέλω να δεχτώ τη βοήθεια και επειδή έχω μάθει πως μπορώ μόνη μου.
Ναι, Σοφάκι…Το μπρίκι φταίει για όλα. Αυτό που πρέπει να μου κοπανήσεις στο κεφάλι, για να καταλάβω ότι πρέπει να απαιτώ έμπρακτα. Ότι πρέπει να μη με βάζω μπροστά σε όλες τις καταστάσεις. Ότι πρέπει να κάτσω στη γωνίτσα μου και να μάθω να δέχομαι και να απολαμβάνω. Αλλά…να, ξέρεις…Ο σοφός της ζωής μου, μου είπε πως δεν έχω ποτέ ανάγκη και κανέναν. Πως μόνη μου μπορώ να καταφέρω τα πάντα. Πως τίποτε δεν με αγγίζει και πως τα δάκρυα είναι για τα κοριτσάκια. Κι έμενα εγώ-ούσα 4ων-να αναρωτιέμαι… «Δηλαδή είναι κακό να είσαι κοριτσάκι;»…και από τότε πάπαλα τα δάκρυα. Πάπαλα και η εκτόνωση.  Πάπαλα και η αναζήτηση βοήθειας. Μόνη για μένα και για τους άλλους.
Όμως σήμερα βαρέθηκα.
Βαρέθηκα όλα αυτά.
Βαρέθηκα τη μιζέρια.
Βαρέθηκα να κοιτάζω και να μη βλέπω χρώματα.
Βαρέθηκα τα γκρίζα τοπία.
Βαρέθηκα τα κρεβάτια που δε μου ανήκουν ουσιαστικά.
Σήμερα κοιτάζω το σπιτάκι μου και χαμογελάω.
Το σπιτάκι μου έχει χρώματα. Έχει όμορφες μυρωδιές. Έχει εικόνες αγαπημένων. Αναπνέει από τις ανάσες μου, που κάνουν παρέα με τις ανάσες των δικών μου. Παίζει όμορφες μουσικές το σπιτάκι μου, που σε ταξιδεύουν σε ελεύθερες παραλίες.
Το σπιτάκι μου που είναι για τους λίγους. Δε θέλω τουρίστες εδώ. Μόνο οι λίγοι. Εκείνοι που αφήνουν το τηλέφωνό τους ανοιχτό τα βράδια, επειδή εγώ έκοψα λιγάκι το χέρι μου. Ακούς Σοφάκι;
Εκείνοι που μου φέρνουν μια σοκολάτα με φράουλα, επειδή δε χαμογελούσε η φωνή μου.  Εκείνοι που ξέρουν να μου χαϊδεύουν το πρόσωπο, χωρίς να νοιώθω ότι μου ρουφάνε ενέργεια. Την ενέργειά μου θέλω να τη μοιράζω απλόχερα, αλλά μόνο σε εκείνους που μπορούν να μου τραγουδήσουν έναν όμορφο στίχο, ενώ θα βρέχουμε τις πατούσες μας σε μια μακρινή-όχι με μέτρο την απόσταση-παραλία.
Βαρέθηκα να μη βαριέμαι όλους εκείνους τους ανθρώπους και όλες εκείνες τις καταστάσεις, που δεν κάνουν την ψυχή μου να κρατάει μία πολύχρωμη ομπρέλα στα σφιξίματα του στήθους, και που δεν την αφήνουν να χορεύει για ώρες στο κέντρο του σαλονιού μου κάτι ξεχασμένα τραγούδια της Μαίρης Λίντα με το Χιώτη. Και μετά να γελάμε πίνοντας εκείνο το λευκό κρασί που έχω πάντα στο ψυγείο μου, καθώς ετοιμαζόμαστε για άλλη μια έξοδο που θα καταπλήξει τα πλήθη. Ακούς Σοφούλα;

Κυριακή 11 Μαρτίου 2012

Η καλή μέρα από την πρώτη «καλημέρα» φαίνεται




Μισώ τα ξυπνητήρια και ό,τι βίαια με επαναφέρει στην πραγματικότητα. Θέλω να ζω μόνιμα εκείνο το γνωστό «εμένα άστε με στον κόσμο το δικό μου». Δε συνέβαινε πάντα αυτό με τα ξυπνητήρια. Παλιά η σχέση μας ήτο αρμονική. Πρόκειται για κληροδότημα της συγκατοίκησής μου με εκείνον. Κάθε που ακουγόταν εκείνο το «ζούμπι ντούμπι ντου»από το κινητό μου-το οποίο του έγινε εφιάλτης-με κουκούλωνε με τα σεντόνια  και μου ψιθύριζε εκείνο το γνωστό «ξάπλωσε 10 λεπτά ακόμη»-το οποίο σήμερα έφτασε να είναι ο  δικός μου εφιάλτης - και, πιστέψτε με, ήταν δύσκολο τότε να αντισταθώ σε εκείνη την τεράστια αγκαλιά. Τώρα το κινητό μου με ξυπνάει βγάζοντας με κατευθείαν στο δρόμο.  Οι τοίχοι με πνίγουν εμένα. Και αφού η ζωή-έτσι κι αλλιώς-είναι ωραία, γιατί να μην τη ρουφάω από το πρώτο λεπτό που ανοίγω τα μάτια μου;

Χτες βέβαια την άκουσα την πρωινή κριτική για τον πρώτο ήχο της ημέρας, και- με όση ευγένεια μπόρεσε να καλύψει την κακία που ήθελα να ξεστομίσω- του επεσήμανα πρωινιάτικα ότι είναι κλάσεις καλύτερο από τη βλακεία που μου αφιέρωσε το προηγούμενο βράδυ. Και με αυτούς τους οιωνούς ξεκίνησε η μέρα μας. Το ύφος του λυπημένου κουταβιού έκανα πως δεν το είδα και το δικό του «ξάπλωσε 10 λεπτά ακόμη»σαν να μην έφτασε ποτέ στα αυτιά μου. Εξάλλου τον πρώτο καφέ μου θέλω να τον πίνω με την ησυχία μου. «Έτσι κι αλλιώς δεν έχουμε θέσει τη μεταξύ μας κατάσταση σε επίπεδο «πρωινού καφέ», σκέφτηκα κάπως εσωτερικά και ένοιωσα πως με καθησύχασα.

Καφές σκέτος κι- έτσι από πείσμα- ο Μαραβέγιας να τραγουδάει στα ηχεία μου. Το πληκτρολόγιο ξερνάει λέξεις στην οθόνη μου και εκεί που απολαμβάνω τις στιγμές παρέα με τις ρουφηξιές, νοιώθω κάτι ανάσες να παραβιάζουν το πεδίο της πρωινής ηρεμίας που σήμερα είχα ανάγκη. «Έχω δουλειά»του είπα με όση σοβαρότητα μπόρεσα να αντλήσω από την πρωινή μου ύπαρξη, με το μαλλί- ζούγκλα σε αυτόνομο ημικότσο στο κέντρο του κεφαλιού μου και τους δύο σκελετούς που σεξουαλίζονται στην μπλούζα μου από τη νεολιθική εποχή, κατά την οποία πήγα κι εγώ σαν νια την πενθήμερή μου.  Έκατσε λοιπόν κι εκείνος στη γωνίτσα του καναπέ μου, αγκαλιά με τον κρύο καφέ που προτιμάει( τον οποίο όπως είπαμε δεν είχα χρόνο να του ετοιμάσω και ας θεωρείται ένα είδος φιλοξενουμένου) και χάζευε την τηλεόραση στο mute, γιατί μάλλον δεν είχε όρεξη για άλλα πρωινά σιχτίρια.

Στιγμιαία θαύμασα την υπομονή του και, χωρίς να καταλάβω πώς, με άκουσα να ξεστομίζω:«Ιώβ είπαμε ότι σε λένε;». Ένα κύμα με ερωτηματικά ζωγραφίστηκε στα μάτια του κι εγώ απλώς χάρηκα που η σχέση του με τα εκκλησιαστικά κείμενα ήταν ανάλογη της δικής μου με την τεχνολογία.
Σαν να άρχισα να καταλαβαίνω …και τον πλησίασα σε μία προσπάθεια ανακωχής, αλλά-μιας κι έχω σπουδάσει την τέχνη του να έχω πάντα δίκαιο-αυθόρμητα του επεσήμανα ότι απλώς έφταιγε το ξυπνητήρι και φυσικά η πρωινή του κριτική.

Ακόμη κι αν έκανε μια κίνηση που έμοιαζε με αγκαλιά, νομίζω ότι μέσα του άνοιξε ο δικός του ασκός με τα σιχτίρια που με έθεταν στο στόχαστρο.

Η αλήθεια είναι πως ενδόμυχα ήξερα πως η συμπεριφορά μου απέναντί του χρειάζεται ένα refresh. «Δε φταίει αυτός να πληρώνει τα σπασμένα της κουλαμάρας που ενίοτε έχω βιώσει» σκέφτηκα κι έδωσα υπόσχεση σε αυτό το καταραμένο σύμπαν πως από αύριο θα  τη φτιασιδώσω και θα φέρομαι στους ανθρώπους όπως τους πρέπει.

Από αύριο όμως…

Μετρώντας την ευτυχία


Photo: amorphes dingΘυμάμαι…
Φλόγες κίτρινες με μια απόχρωση του κόκκινου και του μπλε να ανακατεύονται γλυκά πίσω από ένα τζάμι. Έμαθα να την αγαπάω τη φωτιά. Να αναζητάω τη θερμότητα. Να μαγεύομαι από την επιβλητική της εικόνα. Την έβαλα φόντο στη ζωή μου και με κινώ προσεκτικά μέσα της. Την όρισα ως είδωλό μου στον καθρέφτη.
Και το νερό το αγαπάω. Έχω μια σχέση τρυφερής εξάρτησης μαζί του. Το αφήνω να μου χαϊδεύει απαλά τις φωτιές. Προσεκτικά όμως, να μη μου τις σβήσει. Αγαπάω το νερό που δε σβήνει τις φωτιές μου.

Μπροστά από μια τέτοια φλόγα μου μάθαινε πως 4 και 5 κάνουν 9. Κι εγώ ήμουν μόλις 4ων. Μαγεύτηκα από τους αριθμούς. Άρχισα να νοιώθω ένα δέος απέναντί τους. Σχέση λατρείας. Σαν τη λατρεία μου για εκείνον. 2 και 6 κάνουν 8 του έλεγα περήφανη, αναζητώντας την αναγνώριση στα μάτια του, κι εκείνος με έπαιρνε στην αγκαλιά του με μία περηφάνια μεγαλύτερη από τη δική μου. Έτσι έμαθα πως «ωραίοι οι αριθμοί, αλλά δε φτουράνε-βρε αδερφέ-μπροστά στα συναισθήματα». Εκείνη η αγκαλιά έκλεινε μέσα της όλα τα χρώματα και τη θερμότητα που έμαθα να αγαπάω. Να αγαπάω…Πίσω από τις προσθαφαιρέσεις μου έμαθε να αγαπάω. Πώς μπορώ να το συγκρίνω αυτό με τους λογικούς αριθμούς;

Έτσι σήμερα…
Δεν καταλαβαίνω τα ανούσια μετρήματα.Τώρα 3-όχι. Τώρα 4-όχι. Όταν 12 ή 15-μπορεί… Οι αριθμοί έχουν ένα λόγο ύπαρξης. Δεν μπορούν να παρεισφρέουν σε χωρικά ύδατα που δεν τους ανήκουν. Τους σέβομαι και πρέπει να σέβονται τη ζωή. Δεν μπορούν να καθορίζουν αυτές τις αγκαλιές που ζεσταίνουν την ψυχή μου. Τι κι αν το μέτρημα δείχνει 3, τι κι αν δείχνει 7, τι κι αν δείχνει 25; Εγώ έμαθα πως οι αριθμοί είναι το μέσο για να περάσεις το χρόνο σου. Δεν είναι ο λόγος για να φτάσεις στην αγκαλιά. Την αγκαλιά του θα την είχα ακόμη κι αν 4 και 5 με οδηγούσαν στο 10. Θα μου χαμογελούσε, θα με διόρθωνε και θα έπαιρνα για έπαθλο ένα τεράστιο φιλί.

Δεν μετράω τη ζωή λοιπόν με αριθμούς, αλλά με χαμόγελα, φιλιά και αγκαλιές. Αυτά τα μικρά ανθρώπινα που ζωγραφίζουν μια περίεργη ευτυχία στο πρόσωπο. Κι αυτή την ευτυχία έμαθα να μην την προσπερνάω σαν επικίνδυνο εμπόδιο, αλλά να τη σκεπάζω στοργικά το βράδυ και να κοιμάμαι μαζί της με την ελπίδα ότι θα ξυπνήσουμε παρέα, για να πιούμε τον πρώτο καφέ της ημέρας. Έτσι απλά. Γιατί η τέχνη της απλότητας είναι η ευτυχία. Ή μήπως η τέχνη της ευτυχίας είναι η απλότητα;


Πέμπτη 8 Μαρτίου 2012

Εαυτός με καλεί


Friday, i'm in love (ο ήχος του κινητού μου)
-   Παρακαλώ
-Καλησπέρα!
 Η φωνή στην άλλη γραμμή γνωστή, αλλά δεν μπόρεσα  να την αναγνωρίσω.
-  Ποιος είναι; Ρώτησα. 
- Εγώ!
 Πάγωσα .Ίσως και να τρόμαξα.
-Πάει καιρός που δεν έχουμε μιλήσει. Δε σε αναγνώρισα
-Καιρό τώρα ήθελα να σου μιλήσω, αλλά δίσταζα. Τώρα όμως δεν πάει άλλο! Θέλω να σου τα πω! Σε παρακαλώ, μη με διακόψεις!
-Δεν έχω χρόνο…(και εννοούσα διάθεση. Διάθεση για να ακούσω).
-Μη με διακόπτεις!
 Ο αυστηρός τόνος δε μου άφηνε άλλα περιθώρια και αφιερώθηκα στον ήχο που έβγαινε από το ακουστικό.
-  Ήθελα να σου πω πως με πρόδωσες. Δε θέλω να σε κατηγορήσω, αλλά να… Κάθομαι καμιά φορά και θυμάμαι τότε που ήμασταν μικρά και ήξερες να γελάς. Τότε που κοιτούσες στον καθρέφτη και σε έβλεπα. Το βλέμμα σου ήταν τόσο καθαρό, που νόμιζα πως δε θα πάψουμε ποτέ να είμαστε χαρούμενοι. Κι εσύ πάντα κάτι έλεγες, πάντα κάτι έκανες και γελούσαμε. Τώρα κάθε φορά που σε βλέπω μέσα από τον καθρέφτη, αντικρίζω μία θολή εικόνα, ένα βλέμμα κενό και τρομάζω. Δε σε αναγνωρίζω. Γι’ αυτό αποφεύγω να σε κοιτάζω στα μάτια. Μα εμείς είχαμε μάθει να κοιταζόμαστε κατάματα και τώρα πονάω που δεν μπορώ να το κάνω.
Έπειτα θυμάμαι εκείνα τα όνειρα που κάναμε παρέα, τις ζεστές νύχτες του καλοκαιριού. Πως θα τα καταφέρουμε! Πως θα τα πραγματοποιήσουμε! Πως θα παλέψουμε. Και τώρα, κάθεσαι τα απογεύματα μπροστά σ’ εκείνο το χαζοκούτι και προσπαθείς να μαζέψεις τα κομμάτια της μίζερης ζωής σου. Ξέχασες τον τρόπο να ονειρεύεσαι και αυτό με κάνει να σε μισώ κάτι στιγμές.
Ξέρω πως είναι δύσκολα τα πράγματα, αλλά ένα χαμόγελο και λίγη διάθεση για ζωή δεν έβλαψε ποτέ κανέναν. Θυμάσαι τότε-κοντά στην ενηλικίωσή μας ήταν- που μας πλησίασε ένας ενταγμένος; Θυμάσαι τι του απάντησες; Τότε σε θαύμασα ειλικρινά. Τότε που απευθύνθηκες σε μένα και μου υποσχέθηκες πως δε θα γίνεις κομμάτι αυτής της διαφθοράς. Πως την ψήφο σου θα τη χρησιμοποιήσεις σαν όπλο για να κρατήσεις ζωντανό τον άνθρωπο. Και τι κάνεις τώρα; Τρέχεις να προλάβεις να την καταθέσεις στον καθένα που σου υπόσχεται όλα εκείνα που θα κλείσουν τη ζωούλα μας σε κλουβί. Σε βλέπω και φοβάμαι. Νομίζω ότι δεν είσαι πια εκείνο το παιδί με το χαμόγελο της ζωής. Δε μιλάς πια με στίχους, παρά μόνο κάτι αριθμούς επαναλαμβάνεις. Εγώ αυτούς τους αριθμούς τους φοβάμαι. Εγώ θέλω μόνο να αριθμώ χαμόγελα. Να αριθμώ χαρούμενες στιγμές. Να αριθμώ προσπάθειες και επιτυχίες. Την αποτυχία μόνοι μας την προκαλούμε με το να τη δεχόμαστε. Θυμάσαι τότε που με ρώτησες γελώντας-και τα μάτια σου γίνονται τόσο μικρά όταν γελάς, σαν τόσο δα Κινεζάκι.-με ρώτησες: «τι είναι η αποτυχία;»
Και όταν πήγα να σου εξηγήσω, με διέκοψες: «Δε με ενδιαφέρει! Μόνο την επιτυχία θα γνωρίζουμε εμείς!». Έτσι μου είπες. Και τώρα δέχεσαι κάθε αποτυχία σαν να την περίμενες χρόνια με αγωνία. Ξύπνα επιτέλους! Δεν μπορώ να ζω πια μαζί σου. Θέλω να βρεις τα χρώματα που σου λείπουν και τους ήχους που πλημμύριζαν το μυαλό σου. Δε θέλω να βλέπω το πρόσωπο σου συνοφρυωμένο. Ξέρεις, γι’ αυτό σε πιάνει πονοκέφαλος συχνά. Επειδή σουφρώνεις τα φρύδια σου διαρκώς. Δε λύνονται έτσι τα προβλήματα. Και ξέρεις τι είναι αυτό που φοβάμαι περισσότερο; Πως νομίζεις πως τα προβλήματα δε θα λυθούν ποτέ και δεν προσπαθείς. Τα αφήνεις εκεί στην άκρη να συσσωρεύονται και τα κοιτάς κάθε μέρα για να θυμάσαι να μιζεριάζεις. Εγώ όμως κουράστηκα! Εγώ θέλω πάλι να γελάσω! Θέλω να τρέξω σε ένα ανθισμένο χωράφι με ηλιοτρόπια! Θέλω να παίξω κυνηγητό στην αλάνα που παίζαμε παιδιά. Θέλω να βρίσκω λύσεις στα προβλήματα, όπως λύναμε τις ασκήσεις των Μαθηματικών. Θέλω ζωή! Το καταλαβαίνεις; Θέλω να ζήσω!
Αν συνεχίσεις να βαλτώνεις, θα σε αφήσω! Θα ζήσω μόνη μου τη ζωή. Θα φτιάξω το δικό μου κόσμο. Ρώτησα αν μπορώ να το κάνω. Αν μπορώ να ζήσω ευτυχισμένη χωρίς εσένα. Και μου είπαν πως γίνεται, μα είναι επικίνδυνο. Είναι αυτό που λένε τρέλα! Πως εγώ θα ζω στον κόσμο που επιλέγω και εσύ στο δικό σου που δε θέλεις να προσπαθείς. Αν το κάνω, θα σε ταΐζουν χάπια. Έτσι μου είπαν. Στην αρχή πόνεσα. Δεν ήθελα να καταλήξεις έτσι. Το ξανασκέφτηκα όμως, και …Εγώ θέλω να ζήσω. Μαζί σου ή Μόνη μου, Θέλω να Ζήσω!
Σκέψου το! Σε αφήνω τώρα! Θέλω να ονειρευτώ λιγάκι.

Δεν πρόλαβα να απαντήσω…αλλά ξέρετε, εγώ είμαι ανασφάλιστη, και τα ψυχοφάρμακα είναι ακριβά! Μάλλον θα επιλέξω Να προσπαθήσω!

Δευτέρα 5 Μαρτίου 2012

Το είπα "Κατάθλιψη"...



Έχω ένα τόσο δα μικρό μωράκι.
Το κουβαλάω πάντα μαζί μου.

Άλλοτε το σκεπάζω επιμελώς με λαμπερά χαμόγελα-από εκείνα που πείθουν τους ανθρώπους ότι η θλίψη και ο πόνος δεν κατοικούν εδώ.

Άλλοτε το κρύβω πίσω από κουρτίνες θυμού και οργής, θαρρείς πως αν κάποιος καταλάβει την ύπαρξή του, θα το στείλει στο απόσπασμα, κι εγώ δεν είμαι έτοιμη να το αποχωριστώ.

Άλλοτε το διασκεδάζω με λόγια ειρωνίας απέναντι σε βλέμματα που μου στοιχειώνουν το νου και την ψυχή, μην τυχόν και έρθει αντιμέτωπο με τις σκληρές αλήθειες.

Άλλοτε προσπαθώ να το ξεδιψάσω με κάτι δάκρυα που χαϊδεύουν σαν αγαπημένα χέρια το πρόσωπό μου…

Μερικές φορές του μιλάω για ώρες, γιατί κάποιος μου είπε ότι η συζήτηση δίνει τις λύσεις.

Κάτι φορές πάλι δοκιμάζω να το κοιτάξω κατάματα και να καταλάβω τι θέλει από μένα. Τι περιμένει. Κι εκείνο με κοιτάζει με τις ίδιες απορίες ζωγραφισμένες στο βλέμμα του. Απαντήσεις δεν υπάρχουν. Μόνο βλέμματα.

Άλλοτε το κλείνω στο σπίτι ή με κλείνει…Δεν έχουμε ακόμη καταλήξει ποιος κυβερνάει ποιον. Το παιχνίδι της εξουσίας είναι η αγαπημένη μας ασχολία.

Απόψε το πήρα τρυφερά στην αγκαλιά μου το μωράκι μου. Του χάιδεψα τα μαλλιά, που μοιάζουν με τις μαύρες μου μπούκλες. Το φίλησα στοργικά στο μέτωπο και του ψιθύρισα κάτι ξεχασμένα γλυκόλογα στο αυτί. Από εκείνα που τρομάζουν να ακούσουν οι άνθρωποι.
Δεν ήξερα πώς να το φωνάξω και αυθόρμητα το είπα «κατάθλιψη».

Και το περίεργο είναι πως εκείνο γύρισε…