Σάββατο 16 Απριλίου 2011

Ο Λύκος στο σπιτικό μου

      Κάποτε, στα παραμύθια που μου έλεγε η γιαγιά, η πριγκιποπούλα είχε ένα ονειρικό σπιτικό και εκεί ζούσε ευτυχισμένη με την οικογένειά της. Η γιαγιά αφηγούνταν δίπλα στην αναμμένη σόμπα κι εγώ ζωγράφιζα τα λόγια της. Τα έκανα εικόνες στο μυαλό μου και δημιουργούσα το δικό μου παραμύθι.Η γιαγιά μου χάιδευε τα μαλλιά και μου έλεγε πως εγώ είμαι η δική της πριγκιποπούλα.

      Τα χρόνια πέρασαν, γλίστρησαν σαν νερό στην τσουλήθρα της ζωής. Η πριγκιποπούλα της μεγάλωσε και άφησε το ονειρικό σπίτι...Τώρα έχει το δικό της, το-εναλλακτικά-ονειρικό.
      Τα χρόνια άλλαξαν, κι έτσι η πριγκιποπούλα έφτιαξε κι άλλα, πιο εναλλακτικά, σπίτια. Όχι απαραίτητα ονειρικά, αλλά ούτε και απαραίτητα αληθινά. Ή μάλλον αληθινά υπό συγκεκριμένες συνθήκες. Τα διακοσμεί όπως εκείνη θέλει. Κρεμάει τις αγαπημένες της φωτογραφίες στους τοίχους. Αφήνει να τα πλημμυρίσουν μελωδίες και ήχοι, στους οποίους λικνίζει τη ζωή της. Τοποθετεί στη βιβλιοθήκη τα βιβλία που της αρέσει να διαβάζει και στο γραφείο έχει πάντα ανοιχτό το τετράδιο με τις σημειώσεις της. Τον τρόπο επικοινωνίας για να κανονίσουν τον μεσημεριανό καφέ, τον ξέρουν οι φίλοι. Εκείνοι που τους έχει επιλέξει, να την επισκέπτονται στα εναλλακτικά της σπίτια. Δεν είναι γαλαζοαίματοι οι φίλοι της, αλλά σίγουρα είναι τα πριγκιπόπουλα των δικών τους γιαγιάδων. Και σίγουρα είναι εκείνοι, που θέλει να μοιράζεται το χαμόγελό της μαζί τους. Κάποιες φορές όμως, έτσι ξαφνικά,στο σπίτι της εισβάλλουν-με έναν περίεργο τρόπο-κάποιοι που είχε ακούσει γι'αυτούς στο παρελθόν, σε κάποιο κεφάλαιο του παραμυθιού...
      Έτσι κι εκείνο το απόγευμα, που ο καιρός αποφάσισε να κάνει παιχνίδια στους θνητούς,πιτσιλώντας τους από ψηλά με μικρές σταγόνες βροχής. Γύρισε σπίτι σχεδόν βράδυ. Άνοιξε την κλειδωμένη πόρτα και είδε στον καναπέ να την περιμένει ένας γνωστός από το παραμύθι της. Χαμογελούσε ή απλά έκανε ένα μορφασμό ακατανόητο; Ίσως να χαμογέλασε για ελάχιστα δευτερόλεπτα. Το θυμήθηκε αυτό το χαμόγελο από εκείνες τις εικόνες του μυαλού της...Συγκράτησε την ψυχραιμία της, που δοκίμασε σαν κλέφτης να ξεφύγει από μέσα της, και του απευθύνθηκε με τα μάτια της να καρφώνουν τα δικά του: "Λύκε μου, τι τιμή να έρθεις στο φτωχικό μου!" Μα οι λύκοι δεν ήταν ποτέ θαρραλέοι στα παραμύθια...Έτσι κι αυτός,έστρεψε γρήγορα το βλέμμα και δεν μπόρεσε  να αρθρώσει ούτε λέξη. Δεν την κοίταξε καν...Μόνο τη φωτογραφία της στον γνώριμο τοίχο κοίταξε και χαμογέλασε. Δεν ξέρω τι χαμόγελο ήταν αυτό...χαράς, λύπης, ειρωνείας; Εξάλλου ποτέ δεν κατάλαβα τη συμπεριφορά των λύκων. Αυτών που ρουφούν-θαρρείς με καλαμάκι-τη ζωή του άλλου, για να μπορέσουν να χορτάσουν τη δική τους. Ή να νομίσουν πως τη χορταίνουν...Ο περίεργος αυτός λύκος,-λοιπόν-αφού γέμισε τη μνήμη του με αληθινές εικόνες, έφυγε...έτσι απλά. 

Μην τον αναζητήσετε όμως αυτό το Λύκο... Αυτός πήρε το ταλαιπωρημένο του σώμα και μόνος του το πέταξε σε ένα ποτάμι, πιστεύοντας πως έτσι θα ξεδιψάσει τα όνειρά του...





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου