Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2012

Γερνάνε οι πλατείες;




Γερνάνε οι πλατείες; Μη που πείτε «όχι», γιατί εγώ είδα σήμερα την Αριστοτέλους, κάπου εκεί κατά τη μία το βράδυ, να μοιάζει με ογδοντάχρονη κυρία που ντύθηκε εκείνα τα μαύρα των παραδοσιακών γιαγιάδων που πενθούν.

Τι μπορεί να πενθεί μία πλατεία;

Το χαμό των ζωντανών ημερών της; Τη θυμήθηκα τότε, που υπέφερε με χαρά το ασταμάτητο «πέρα-δώθε»στα βρόμικα πλακάκια της. Τότε που ήταν νέα και ωραία, και ξημεροβραδιαζότανε με ποτά και σφηνάκια στην υγειά των «λεφτών που υπήρχαν».Απόψε την είδα στο νεκρικό κρεβάτι, και πού χρήματα για κηδείες!  Ένας επικήδειος που είναι και τζάμπα, και μέχρι εκεί.

Τα βήματα αυτοβούλως καταλήγουν στη στάση του λεωφορείου-για ταξί ούτε λόγος. Ας μείνει και κάποιος στην πλατεία, για να μη νοιώθει έντονη τη μοναξιά της. Τα βήματα βιαστικά. Μην τυχόν και μας πλακώσει το θανατικό. Στο λεωφορείο υπάρχει ζωή. Άνθρωποι κάθε ηλικίας με προορισμό τα ασφαλή κελιά μας. Μακριά από τον άλλο. Τον όποιο άλλο. Απέναντί μου ένα ζευγάρι μεσηλίκων χαριεντίζεται, όπως τα σπουργίτια στα κλαδιά του Απρίλη. Μου φαίνεται ότι ήρθε πρόωρα η άνοιξη μέσα στο μουντό λεωφορείο. Τους κοιτάζω και θαυμάζω το θάρρος τους να φέρονται και να άγονται σαν ερωτευμένοι. Μαθήματα που-κατά την παράδοσή τους-απουσίαζε η γενιά μου. Την κοπάνισε, για να βγει στην αγορά για τα τελευταία trend της diesel.

Τα υπόλοιπα χέρια στο λεωφορείο με ένα κινητό συντροφιά. Τα κινητά συντροφεύουν τα κενά χέρια, μα τα κενά βλέμματα χάνονται στο νόημα. Ζωή; Δεν ξέρω. Θέμα για έκθεση ιδεών πιστεύουμε. Οι αλήθειες μακριά και οι σχολές γεμίζουν με αποτυχόντες, μιας και το θέμα της έκθεσης ήταν πολύ μακριά από την πραγματικότητά μας.

 Το μυαλό μου παράξενο. Γίνεται κάτι σαν το γύρο του θανάτου. Σκέψεις εμβόλιμες στριφογυρίζουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα και πότε πότε ο αναβάτης εκσφενδονίζεται και  ξεπετάγεται από το στόμα μου. Επικίνδυνες εκείνες οι στιγμές, γιατί οι άνθρωποι δεν αγαπούν τα λόγια. Χάνεται η επικοινωνία σας λέω. Πνίγονται οι αλήθειες στη σκιά των φόβων. Πνίγομαι κι εγώ με τις κλωστές που τυλίγουν το λαιμό μου στην προσπάθειά μου να ζεσταθώ. Πνίγομαι με τις κλωστές και τις τεχνητές αλήθειες. Με πνίγει ο χειμώνας. Με πνίγει το γκρίζο και η μουντάδα. Του καιρού; Των ανθρώπων; Είμαι παιδί του καλοκαιριού εγώ. Θέλω ήλιο, χρώματα και φωνές. Τα σφαλιστά στόματα με τρομάζουν. Με τρομάζουν και τα αυτιά που κλείνουν στις φωνές της ψυχής.

 Σκέφτηκα στιγμιαία να κατέβω και να πάω να του δώσω ένα φιλί. Γιατί πάντα το «θέλω» της ψυχής έχει σημασία. Μα αυτό το «πριν» είναι το μοναδικό που φοβάμαι να ρισκάρω στο βωμό του «μετά». Του δικού μας «μετά» και της αγκαλιάς που αρνούμαι να απαρνηθώ. Ο Ιούδας δεν έχει θέση στο δικό μας «εμείς». «Τα κοκόρια θα αργήσουν να λαλήσουν» μου ψιθυρίζει το διαβολάκι στο δεξί ημισφαίριο του εγκεφάλου μου. Μα εγώ πάντα θα τα τσιγκλάω μήπως και ξημερώσει μια ώρα αρχύτερα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου