Δευτέρα 12 Μαρτίου 2012

Βαρέθηκα (όπως λέει και ο Άσιμος)


Σήμερα άνοιξα το παράθυρο μου και σαν να είδα κάτι τόσες δα ακτίνες ήλιου να παραβιάζουν το βλέμμα μου.
Ανάσα ανακούφισης. Δεν αντέχω τη μούχλα. Τη μούχλα του καιρού. ..Τη μούχλα των ανθρώπων. ..
Βαρέθηκα αυτή τη μόνιμη υγρασία αυτής της πόλης. «Εσύ βαριέσαι γενικά και τα πάντα…»θα μου πεις εσύ που με ξέρεις. «Βαριέσαι οτιδήποτε δε σε αφήνει να είσαι ο εαυτός σου…», ίσως συμπληρώσεις-αν με ξέρεις καλά.
Βαριέμαι τα βαλτωμένα. Βαριέμαι τα πράγματα που τα κινώ και δεν κινούνται. Σαν μια ρόδα βουλιαγμένη στην άμμο της παραλίας. Πατάς το γκάζι. Περιστρέφεται. Γυρνάει σαν μανιασμένη, αλλά πάντα στάσιμη στο ίδιο μέρος. Βαριέμαι την ακινησία. Την αδράνεια. Θέλω προσπάθεια, δράση, κίνηση.
Βαρέθηκα να μιλάω και να μην ακούγομαι.
Βαρέθηκα να κοιτάζω και να κάνω πως δε βλέπω.
Βαρέθηκα να ακούω, επειδή απλά δεν υπάρχει άλλος, για να ακούσει.
Βαρέθηκα τα μάτια που δεν μπορούν να κοιτάξουν στα μάτια.
Βαρέθηκα τα ψέματα, για να σωθούν τα τομάρια τους.
Βαρέθηκα και τις αλήθειες που δε σέβονται την ανθρώπινη ύπαρξη.
Βαρέθηκα τα χέρια που ψάχνουν μέσα στο σκοτάδι να στηριχτούν κάπου, αλλά αδυνατούν να στηρίξουν.
Βαρέθηκα τα κενά-δίχως νόημα-λόγια.
Βαρέθηκα να τεντώνομαι, για να φτάσω το κουτάκι με το τσάι βανίλιας, επειδή αρνούμαι να ζητήσω βοήθεια.
Βαρέθηκα να κουβαλάω εκείνο τον πελώριο σάκο για το ταξίδι, απλά επειδή δε θέλω να δεχτώ τη βοήθεια και επειδή έχω μάθει πως μπορώ μόνη μου.
Ναι, Σοφάκι…Το μπρίκι φταίει για όλα. Αυτό που πρέπει να μου κοπανήσεις στο κεφάλι, για να καταλάβω ότι πρέπει να απαιτώ έμπρακτα. Ότι πρέπει να μη με βάζω μπροστά σε όλες τις καταστάσεις. Ότι πρέπει να κάτσω στη γωνίτσα μου και να μάθω να δέχομαι και να απολαμβάνω. Αλλά…να, ξέρεις…Ο σοφός της ζωής μου, μου είπε πως δεν έχω ποτέ ανάγκη και κανέναν. Πως μόνη μου μπορώ να καταφέρω τα πάντα. Πως τίποτε δεν με αγγίζει και πως τα δάκρυα είναι για τα κοριτσάκια. Κι έμενα εγώ-ούσα 4ων-να αναρωτιέμαι… «Δηλαδή είναι κακό να είσαι κοριτσάκι;»…και από τότε πάπαλα τα δάκρυα. Πάπαλα και η εκτόνωση.  Πάπαλα και η αναζήτηση βοήθειας. Μόνη για μένα και για τους άλλους.
Όμως σήμερα βαρέθηκα.
Βαρέθηκα όλα αυτά.
Βαρέθηκα τη μιζέρια.
Βαρέθηκα να κοιτάζω και να μη βλέπω χρώματα.
Βαρέθηκα τα γκρίζα τοπία.
Βαρέθηκα τα κρεβάτια που δε μου ανήκουν ουσιαστικά.
Σήμερα κοιτάζω το σπιτάκι μου και χαμογελάω.
Το σπιτάκι μου έχει χρώματα. Έχει όμορφες μυρωδιές. Έχει εικόνες αγαπημένων. Αναπνέει από τις ανάσες μου, που κάνουν παρέα με τις ανάσες των δικών μου. Παίζει όμορφες μουσικές το σπιτάκι μου, που σε ταξιδεύουν σε ελεύθερες παραλίες.
Το σπιτάκι μου που είναι για τους λίγους. Δε θέλω τουρίστες εδώ. Μόνο οι λίγοι. Εκείνοι που αφήνουν το τηλέφωνό τους ανοιχτό τα βράδια, επειδή εγώ έκοψα λιγάκι το χέρι μου. Ακούς Σοφάκι;
Εκείνοι που μου φέρνουν μια σοκολάτα με φράουλα, επειδή δε χαμογελούσε η φωνή μου.  Εκείνοι που ξέρουν να μου χαϊδεύουν το πρόσωπο, χωρίς να νοιώθω ότι μου ρουφάνε ενέργεια. Την ενέργειά μου θέλω να τη μοιράζω απλόχερα, αλλά μόνο σε εκείνους που μπορούν να μου τραγουδήσουν έναν όμορφο στίχο, ενώ θα βρέχουμε τις πατούσες μας σε μια μακρινή-όχι με μέτρο την απόσταση-παραλία.
Βαρέθηκα να μη βαριέμαι όλους εκείνους τους ανθρώπους και όλες εκείνες τις καταστάσεις, που δεν κάνουν την ψυχή μου να κρατάει μία πολύχρωμη ομπρέλα στα σφιξίματα του στήθους, και που δεν την αφήνουν να χορεύει για ώρες στο κέντρο του σαλονιού μου κάτι ξεχασμένα τραγούδια της Μαίρης Λίντα με το Χιώτη. Και μετά να γελάμε πίνοντας εκείνο το λευκό κρασί που έχω πάντα στο ψυγείο μου, καθώς ετοιμαζόμαστε για άλλη μια έξοδο που θα καταπλήξει τα πλήθη. Ακούς Σοφούλα;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου