Κυριακή 11 Μαρτίου 2012

Η καλή μέρα από την πρώτη «καλημέρα» φαίνεται




Μισώ τα ξυπνητήρια και ό,τι βίαια με επαναφέρει στην πραγματικότητα. Θέλω να ζω μόνιμα εκείνο το γνωστό «εμένα άστε με στον κόσμο το δικό μου». Δε συνέβαινε πάντα αυτό με τα ξυπνητήρια. Παλιά η σχέση μας ήτο αρμονική. Πρόκειται για κληροδότημα της συγκατοίκησής μου με εκείνον. Κάθε που ακουγόταν εκείνο το «ζούμπι ντούμπι ντου»από το κινητό μου-το οποίο του έγινε εφιάλτης-με κουκούλωνε με τα σεντόνια  και μου ψιθύριζε εκείνο το γνωστό «ξάπλωσε 10 λεπτά ακόμη»-το οποίο σήμερα έφτασε να είναι ο  δικός μου εφιάλτης - και, πιστέψτε με, ήταν δύσκολο τότε να αντισταθώ σε εκείνη την τεράστια αγκαλιά. Τώρα το κινητό μου με ξυπνάει βγάζοντας με κατευθείαν στο δρόμο.  Οι τοίχοι με πνίγουν εμένα. Και αφού η ζωή-έτσι κι αλλιώς-είναι ωραία, γιατί να μην τη ρουφάω από το πρώτο λεπτό που ανοίγω τα μάτια μου;

Χτες βέβαια την άκουσα την πρωινή κριτική για τον πρώτο ήχο της ημέρας, και- με όση ευγένεια μπόρεσε να καλύψει την κακία που ήθελα να ξεστομίσω- του επεσήμανα πρωινιάτικα ότι είναι κλάσεις καλύτερο από τη βλακεία που μου αφιέρωσε το προηγούμενο βράδυ. Και με αυτούς τους οιωνούς ξεκίνησε η μέρα μας. Το ύφος του λυπημένου κουταβιού έκανα πως δεν το είδα και το δικό του «ξάπλωσε 10 λεπτά ακόμη»σαν να μην έφτασε ποτέ στα αυτιά μου. Εξάλλου τον πρώτο καφέ μου θέλω να τον πίνω με την ησυχία μου. «Έτσι κι αλλιώς δεν έχουμε θέσει τη μεταξύ μας κατάσταση σε επίπεδο «πρωινού καφέ», σκέφτηκα κάπως εσωτερικά και ένοιωσα πως με καθησύχασα.

Καφές σκέτος κι- έτσι από πείσμα- ο Μαραβέγιας να τραγουδάει στα ηχεία μου. Το πληκτρολόγιο ξερνάει λέξεις στην οθόνη μου και εκεί που απολαμβάνω τις στιγμές παρέα με τις ρουφηξιές, νοιώθω κάτι ανάσες να παραβιάζουν το πεδίο της πρωινής ηρεμίας που σήμερα είχα ανάγκη. «Έχω δουλειά»του είπα με όση σοβαρότητα μπόρεσα να αντλήσω από την πρωινή μου ύπαρξη, με το μαλλί- ζούγκλα σε αυτόνομο ημικότσο στο κέντρο του κεφαλιού μου και τους δύο σκελετούς που σεξουαλίζονται στην μπλούζα μου από τη νεολιθική εποχή, κατά την οποία πήγα κι εγώ σαν νια την πενθήμερή μου.  Έκατσε λοιπόν κι εκείνος στη γωνίτσα του καναπέ μου, αγκαλιά με τον κρύο καφέ που προτιμάει( τον οποίο όπως είπαμε δεν είχα χρόνο να του ετοιμάσω και ας θεωρείται ένα είδος φιλοξενουμένου) και χάζευε την τηλεόραση στο mute, γιατί μάλλον δεν είχε όρεξη για άλλα πρωινά σιχτίρια.

Στιγμιαία θαύμασα την υπομονή του και, χωρίς να καταλάβω πώς, με άκουσα να ξεστομίζω:«Ιώβ είπαμε ότι σε λένε;». Ένα κύμα με ερωτηματικά ζωγραφίστηκε στα μάτια του κι εγώ απλώς χάρηκα που η σχέση του με τα εκκλησιαστικά κείμενα ήταν ανάλογη της δικής μου με την τεχνολογία.
Σαν να άρχισα να καταλαβαίνω …και τον πλησίασα σε μία προσπάθεια ανακωχής, αλλά-μιας κι έχω σπουδάσει την τέχνη του να έχω πάντα δίκαιο-αυθόρμητα του επεσήμανα ότι απλώς έφταιγε το ξυπνητήρι και φυσικά η πρωινή του κριτική.

Ακόμη κι αν έκανε μια κίνηση που έμοιαζε με αγκαλιά, νομίζω ότι μέσα του άνοιξε ο δικός του ασκός με τα σιχτίρια που με έθεταν στο στόχαστρο.

Η αλήθεια είναι πως ενδόμυχα ήξερα πως η συμπεριφορά μου απέναντί του χρειάζεται ένα refresh. «Δε φταίει αυτός να πληρώνει τα σπασμένα της κουλαμάρας που ενίοτε έχω βιώσει» σκέφτηκα κι έδωσα υπόσχεση σε αυτό το καταραμένο σύμπαν πως από αύριο θα  τη φτιασιδώσω και θα φέρομαι στους ανθρώπους όπως τους πρέπει.

Από αύριο όμως…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου