Σάββατο 24 Μαρτίου 2012

Lollipop στη διάθεση


 

Αν υποθέσουμε ότι η σκέψη έχει ένα σωρό δωματιάκια που επικοινωνούν μεταξύ τους με κάτι ανοίγματα από τα οποία κρέμονται υφάσματα, ο ήλιος που βγήκε αυτές τις μέρες έχει τρυπώσει μέσα από τις ίνες και έχει ρίξει φως σε όλα αυτά τα δωμάτια. Έτσι μπερδεμένες σκέψεις ξεφυτρώνουν η μία μετά την άλλη στα ημισφαίρια του εγκεφάλου. Ένα περίεργο συνονθύλευμα, που -αν δεν το έχεις συνηθίσει-μπορεί να σε βάλει και σε προβληματισμούς για το πόσο καλά στέκεις.

Προχωράω στη-γεμάτη από κόσμο-Τσιμισκή και παρατηρώ ανθρώπους, βιτρίνες, αδέσποτα σκυλιά, που νομίζω ότι κάπως τα μοιάζω. Σουλατσάρουν πέρα δώθε χωρίς κανένα σκοπό. Μοναδικό τους μέλημα το τώρα. Να κάνουν μερικά βήματα που θα τα ευχαριστηθούν. Το πού θα καταλήξουν σε μία ώρα, άγνωστο. Μήπως κι εσείς που το προγραμματίζετε, ξέρετε πού θα σας βγάλει ο δρόμος; Και πόση σημασία μπορεί να έχει το τέλος, μπροστά στη μαγεία της διαδρομής; Εξάλλου και η Ιθάκη είναι σημαντική, μόνο επειδή ο ταξιδιώτης πέρασε από τους Λαιστρυγόνες και τον Κύκλωπα και ξάπλωσε πάνω στα στήθη μιας κάποιας Καλυψώς . Ασυναίσθητα μετράω τα βήματά μου πάνω στο πεζοδρόμιο. Κάπου στα 8 χάνω πάντα το λογαριασμό. Βαριέμαι τα μετρήματα.

Γυρίζω το βλέμμα μου τυχαία στη βιτρίνα ενός καταστήματος και αναρωτιέμαι ποια άραγε θα φορούσε αυτά τα πλουμιστά ρούχα που κρέμονται πάνω στις-είναι θλιμμένες ή μου φαίνεται;-κούκλες. Στη σκέψη μου παρεμβάλει η φωνή της γκόμενας που στέκεται δίπλα μου και δείχνει με ενθουσιασμό το στρασοφόρο φόρεμα στην μονοζυγωτική φίλη της. Σκούζουν παρέα για το υπέροχο του πράγματος. Σκούζω κι εγώ κάπως εσωτερικά για το γούστο τους κι αρχίζω να ακούω εκείνες τις σειρήνες στο κεφάλι μου, που θα έπρεπε να ειδοποιούν αυτόματα την αστυνομία της μόδας.

Ένα κοριτσάκι περνάει από δίπλα μου κρατώντας σφιχτά το χέρι της μαμάς του. Πάει καιρός που κρατούσα το χέρι της και δε θυμάμαι την αίσθηση. Όμως η αίσθηση της ανάγκης καλά κρατεί στη συνείδησή μου. Χαμογελάω κάπως, καθώς σκέφτομαι πως, κάθε φορά που κάνω την προσπάθεια να χωθώ στην αγκαλιά της, την πιάνουν τα γέλια, στέκεται σαν παγοκολόνα και στο επόμενο βήμα με σπρώχνει, καθώς οι λέξεις «ολόκληρη γαϊδούρα έγινες…»πνίγονται στα γέλια μας. Βαριά η κληρονομιά, αλλά την καλοδέχτηκα, και έτσι κάπως παγώνουν και τα δικά μου χέρια στις αγκαλιές. Λες και κρέμονται παράλυτα στο-κατά τα άλλα-ζωντανό μου σώμα. Το κοριτσάκι πάντως θα μπορούσα να ήμουν εγώ. Φοράει ένα φουξ φόρεμα και κίτρινα παπούτσια. Στα μαλλιά της είναι μπερδεμένα τα λαχανί της γυαλιά.

Έξω από ένα καφέ μια παρέα ανδρών συζητάει για την εκλογή Βενιζέλου. Υπάρχουν λοιπόν άνθρωποι που ασχολούνται ακόμη με αυτούς!  Ναι, το ξέρω. Υπάρχουν. Υπάρχουν και συνυπάρχουμε. Ένα ασταμάτητο «μπλα μπλα» σε έντονους τόνους φτάνει στα αυτιά μου. Βρίσκω πιο ενδιαφέροντα το freddo που βρίσκεται πάνω στο τραπέζι τους. Όχι, δεν είναι πως δεν έχω άποψη για τα πολιτικά πράγματα της χώρας, αλλά επιλέγω να μην ασχολούμαι με αυτούς που δεν ασχολούνται με εμένα. Με εσένα. Με εμάς. Εξάλλου δεν έχω άλλα χρήματα για να δώσω. Τα τελευταία μου τα έδωσα για εκείνο το ριγέ φορεματάκι που αγόρασα το μεσημέρι. Κι ενώ εκείνοι συζητούν το πώς θα είναι ο επίτιμος καθηγητής Νομικής ως πρόεδρος του κόμματος, εγώ σκέφτομαι πως θέλω να συνδυάσω το φόρεμα με τα γκρι σταράκια. Πολύ πιο δημιουργικός μου φαίνεται ο προβληματισμός μου…

Καθώς περπατάω..
Οι φούρνοι της πόλης τον τελευταίο καιρό λανσάρουν με μανία τα κριτσίνια βουτηγμένα σε σοκολάτα. Είναι το νούμερο ένα προϊόν πίσω από τα τζάμια τους. «Μάλλον για να απενοχοποιήσουν τις τύψεις για τις θερμίδες της σκούρας κυρίας», σκέφτομαι. Εγώ πάλι της έχω αναγνωρίσει από καιρό την ιδιότητα του αθώου. Εξάλλου έχουμε ξαναπεί πως δεν παχαίνουν αυτά που τρώμε, αλλά οι τύψεις που έχουμε, επειδή τα φάγαμε. Παρ’ όλα αυτά εγώ προτιμώ τα παξιμάδια που κρύβουν μέσα τους αποξηραμένα φρούτα. Τη σοκολάτα την προτιμώ ατόφια. Όπως ατόφια και αυθεντικά, χωρίς καλύψεις και στρουθοκαμηλισμούς, προτιμώ και τα πράγματα της ζωής μου.

Ο ήλιος θαρρείς πως κάθεται πάνω στις μαύρες μου μπούκλες και μου ξυπνάει μια διάθεση για εξορμήσεις. Προς το παρόν τη βάζω στην άκρη-για τις επόμενες μέρες τουλάχιστον-μιας και ο χρόνος σαν να με πιέζει. Ονειρεύομαι όμως πικ-νικ σε γρασίδια. Ονειρεύομαι τα παξιμάδια που λέγαμε και έναν κρύο καφέ και να απλώνω τα πόδια μου-που δεν πιάνουν και πολύ χώρο ομολογουμένως-πάνω σε πρασινάδες. Τώρα, αν εσείς έχετε διάθεση για πιο οργανωμένα πράγματα, δε θα πω όχι. Μόνο ήλιο και πικ-νικ ζητάω. Δε θέλω συμβατικά καρό τραπεζομάντιλα. Αλλά μια εφημερίδα για να μην ενοχλώ την ηρεμία του δίπλα, που ίσως θέλει να ρεμβάσει, υπόσχομαι πως θα την πάρω. Θυμάμαι ένα καλά οργανωμένο πικ-νικ στα Πλατάνια του χωριού μου, που έμεινε στα σχέδια όταν ήμουν γύρω στα 6-, επειδή η συνοδός-ενήλικη στραβοπάτησε λίγο πριν ξεκινήσουμε και έσπασε το πόδι της. Καταλαβαίνετε λοιπόν το απωθημένο του πράγματος…

Πόση ώρα περπατάω; Έχω φτάσει σχεδόν στη γειτονιά μου και κάτι μελωδίες μπερδεμένες στριφογυρίζουν στο μυαλό μου. Ο χειμώνας του Leonard Cohen συναντάει τον καλοκαιρινό ρυθμό του Monsieur Minimal. Αγαπώ τον πρώτο, αλλά κάνω αντιγραφή και επικόλληση στη διάθεσή μου το δεύτερο. Τιμής ένεκεν, μιας και ο «μικρός κύριος» είναι συντοπίτης.

Σας φιλώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου