Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2012

Πάει καιρός που έφυγε


Ξέρετε, είναι κάτι φορές που τα αστεία δεν μπορούν να κυριαρχήσουν.
Πολύ με θυμώνουν εκείνες οι φορές!
…αλλά όταν την είδα να στέκεται απέναντι από τη φωτογραφία του και να του μιλάει με δάκρυα στη φωνή, δεν μπορούσα να θυμηθώ κανέναν τρόπο γέλιου. Μόνο το δικό του γέλιο θυμήθηκα.

Απέφυγα να τον δω πριν «φύγει». Επειδή δεν μπορούσα, έλεγα. Επειδή φοβόμουν, σας λέω σήμερα. Φοβόμουν πως θα συνειδητοποιήσω ότι θα «φύγει».
Δε μετανιώνω όμως. Ίσως γιατί έχω καταφέρει να διατηρήσω εκείνη την εικόνα του ακόμη στο μυαλό μου. Την εικόνα του «πριν»…Εκείνο το πάντα χαμογελαστό πρόσωπο κι εκείνα τα μάτια του, που έμοιαζαν με γαλάζιες χάντρες. Όχι το γαλάζιο του ουρανού, αλλά εκείνο της θάλασσας. Τον θυμάμαι να γελάει και ασυναίσθητα χαμογελάω. Θυμάμαι το γιο του να γαντζώνεται από τα πόδια του και να μην κάνει βήμα χωρίς εκείνον. Τότε. Τώρα τα βήματα του είναι λιγάκι πιο μοναχικά. Θυμάμαι τη φωνή του στο τηλέφωνο, τότε που με έπαιρνε, για να με κάνει να γελάσω. Μου μετέδιδε ενέργεια. Εκείνη τη θετική ενέργεια που μόνο οι αγαπημένοι σου μπορούν να σου μεταδώσουν. Και ήταν-είναι- αγαπημένος.

Τον θυμάμαι συχνά, αλλά σήμερα δεν άντεξα και την έβρισα τη ριμάδα τη ζωή, και την τύχη. Όμως εκείνη…εκείνη δε βρίζει ποτέ, κανέναν. Πονάει σιωπηλά και μόνη, μα όταν κάθεται απέναντί μας, μας χαρίζει απλόχερα εκείνο το γέλιο που του είχε κληροδοτήσει. «Είναι καλύτερα εκεί πάνω!» έτσι μας λέει και προσπαθεί να μας δώσει κουράγιο. Την κοιτάζω και αναρωτιέμαι πόση δύναμη μπορεί να κρύβει ένας άνθρωπος. Εγώ πάλι κρύβω το θαυμασμό μου στο πρόσωπό της, γιατί ποτέ δεν τα κατάφερνα καλά με τις εκδηλώσεις συναισθημάτων.

Θυμάμαι είχα βγει από τη θάλασσα όταν χτύπησε το κινητό μου και μου ανακοίνωσαν πως «έφυγε». Ούτε σήμερα-μετά από 7 χρόνια-μπορώ να το πιστέψω. Γιατί να «φεύγουν» έτσι οι άνθρωποι; Δεν ξαναπήγα σε εκείνη την παραλία. Όχι από φόβο, αλλά από θυμό. Όταν δεν μπορείς να τα βάλεις με την πραγματικότητα, ψάχνεις αλλού για εξιλαστήρια θύματα. Το δικό μου ήταν η παραλία. Της ζωής ήταν εκείνος.

Ήταν μόλις 38 και δεν πρόλαβε να κρατήσει στην αγκαλιά του το μικρό του γιο. Δεν άντεχαν τα χέρια του από τον καρκίνο και τις θεραπείες. (Όχι, δεν τη φοβάμαι τη γαμημένη τη λέξη. Ο φόβος είναι η αρρώστια.) Ο μικρός του τώρα πια μεγάλωσε και ρωτάει να μάθει πως ήταν ο μπαμπάς του. Και είμαστε όλοι εμείς που κρατάμε με δυσκολία τα δάκρυα, αλλά ταυτόχρονα χαμογελάμε. «Ο μπαμπάς σου ήταν όμορφος, ήταν καλός και γελούσε πολύ-πότε με το στόμα, πότε με τα μάτια-και ήταν άνθρωπος ευαίσθητος και περήφανος». Αυτά του λέμε, αλλά πώς μπορείς να περιγράψεις με λόγια τη ζεστή αγκαλιά δύο γαλάζιων ματιών;

Με είδε ξαφνικά μπροστά της και σκούπισε απότομα τα μάτια της. Ένα δυνατό γέλιο σαν το δικό του ξεχύθηκε στο χώρο «Ήρθε το κορίτσι μου! Έλα να πιούμε καφέ, έχω φτιάξει και το γλυκό που σου αρέσει».

Αχ, βρε θεία…

Γιατί να μην είμαι τόσο δυνατή, όσο εκείνη, ώστε να μη χρειαστεί να τη βάλω πάλι στη διαδικασία να με παρηγορήσει; 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου